Η ΤΡΑΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με τον Ν.Ζαχαριάδη είναι τα δύο τραγικά ιστορικά πρόσωπα στον καμβά της νεοελληνικής ιστορίας, αν και η δράση του δεύτερου διήρκεσε για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την ολιγόχρονη δράση του πρώτου, λατρεύτηκε και μισήθηκε ως ηγέτης ενός πολιτικού κινήματος που έθετε όμως και εθνικά διακυβεύματα. Και οι δύο όμως δραστηριοποιήθηκαν και εργάστηκαν για να φέρουν σε πέρας καθήκον που τους ανατέθηκε και ανέλαβαν, προσπαθώντας να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα και τις προσωπικές τους στοχεύσεις. Αφού ο ρόλος τους εξαντλήθηκε, και οι δύο προσωπικότητες εξορίστηκαν και απομονώθηκαν έτσι ώστε να μην μπορούν να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο και τελικά πέθαναν, ο πρώτος άρρωστος από τον εγκλεισμό στη φυλακή, ο δεύτερος από αυτοχειριασμό, αφού πριν και οι δύο προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αποκαταστήσουν το όνομά τους με επιστολές τους προς την πολιτική εξουσία στην οποία αναφέρονταν και τους είχε εξοβελίσει από το προσκήνιο.
Στις 24 Φεβρουαρίου φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από την ίδια ημερομηνία του 1821 που ο Αλ.Υψηλάντης ύψωσε στο Ιάσιο τη σημαία της εξέγερσης στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Από τις 12 Απριλίου 1820 είχε αναλάβει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας, μετά την επίσημη άρνηση του έμπιστου υπουργού εξωτερικών του Τσάρου Ιωάννη Καποδίστρια, με τη σύμφωνη όμως γνώμη των δύο τελευταίων.
Στις 22
Φεβρουαρίου ο Αλ. Υψηλάντης (ενώ είναι αξιωματικός του ρώσικου στρατού), μετά
από μήνες κωλυσιεργίας και άσκοπων μετακινήσεων με τη δικαιολογία να
προετοιμαστεί κατάλληλα μαζεύοντας χρήματα, να επανδρώσει το στρατό του και να
προπαγανδίσει την επανάσταση και αφού δωροδόκησε τη φρουρά των Κοζάκων,[1] διέβη τον
Προύθο, περνώντας από το ρωσικό έδαφος της Βεσσαραβίας (Διοικητής της είναι ο
Ι.Καποδίστριας!) στο Οθωμανικό έδαφος των Ηγεμονιών Μολδαβίας και Βλαχίας. Με
έναν συρφετό λίγων εκατοντάδων μισθοφόρων Αλβανών, Ρουμάνων, Βουλγάρων,
Σέρβων και λίγων Ελλήνων, «καταχραστών, απείθαρχων και ύπουλων ατόμων» όπως
λέει χαρακτηριστικά ο Σπ.Τρικούπης, στις 24 Φεβρουαρίου, κηρύσσει στο Ιάσιο την
«ελληνική επανάσταση», χιλιόμετρα μακριά από τους πληθυσμούς της Νότιας
Βαλκανικής (Πελοποννήσου, Ρούμελης, Ηπείρου, και των νησιών του Αιγαίου) που
επαγγελόταν ότι σκόπευε να ελευθερώσει από τους τυράννους.
Στις
παραδουνάβιες ηγεμονίες ο ελληνικός πληθυσμός είναι μια μικρή μειοψηφία και ζει
στις μεγάλες πόλεις. Η πλειοψηφία όμως αυτών των Γραικών ή Ρωμιών, πλούσιων
εμπόρων από οικογένειες Φαναριωτών, είναι στενά συνδεδεμένοι και εξαρτημένοι με
και από την Οθωμανική διοίκηση που έχουν ενταχθεί στην υπηρεσία
της. Από αυτούς τους πλούσιους τραπεζίτες, τους «ελεεινούς και
φιλάργυρους» όπως τους χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Υψηλάντης, αντιμετώπισε «την
έντρομη ιδεολογία του μπεζαχτά» λέει ο Μέντελσον Μπαρτόλντυ, οι οποίοι «δεν
ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν το παραμικρό από τα πλούτη τους».
Παρ’ όλο που ο
Υψηλάντης με την ανάληψη της Αρχηγίας της Φ.Ε. έχει διακηρύξει ότι θα μεταβεί
στη Μάνη για να κηρύξει την επανάσταση, όπως αποφασίστηκε στη
σύσκεψη στις 20 Οκτωβρίου 1820 που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ηγετών της
Εταιρείας στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας (σημερινό Ιζμαίλ Ουκρανίας), δεν θα πάει
ποτέ στην Πελοπόννησο. Στις 16 Φεβρουαρίου 1821 ο Υψηλάντης αποφασίζει την
έναρξη της «επανάστασης» από τη Μολδοβλαχία, δεδομένου ότι οι ηγεμονίες της
περιοχής είχαν εξασφαλίσει καθεστώς αυτονομίας, που από τη Συνθήκη του
Βουκουρεστίου (16 Μαϊου 1812) δεν επέτρεπε την επέμβαση του Σουλτάνου, χωρίς τη
σύμφωνη γνώμη του Τσάρου. Πίστευε ότι θα είχε επίσης την υποστήριξη
των ηγεμόνων Φαναριωτών.
Χωρίς να
ενημερώσει τα στελέχη Αναγνωστόπουλο και Παπαφλέσσα που τον περιμένουν μάταια
το καράβι που θα τον φέρει από την Τεργέστη στην Πελοπόννησο, την ίδια στιγμή
που περνά τον Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου, ο Παπαφλέσσας γράφει στον Ξάνθο
και την Υπέρτατη Αρχή: «Θαυμάζω (απορώ) πόθεν προέρχεται
η βραδύτης του Πρίγκιπος Αλ.Υψηλάτου και δεν εφάνη άχρι τούδε εις την
Πελοπόννησον περιμενόμενος προ πολλού καθώς υπεσχέθη και διέταξεν εις το
Ισμαήλ»[2]. Οι
λόγοι που προβάλλει ο Υψηλάντης για «αλλαγή» του σχεδίου, είναι ότι η ύπαρξη
της Φ.Ε. είχε γίνει γνωστή στο Σουλτάνο και έπρεπε να επισπευθεί η επανάσταση,
τη στιγμή που δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια να κρατηθεί μυστική η
δραστηριότητά της με την αθρόα μύηση μελών. Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι οι
τοπικοί Πελοποννήσιοι άρχοντες δεν ήταν θετικοί στην επανάσταση, λες και στις
παραδουνάβιες Ηγεμονίες η τοπική ελληνόφωνη ελίτ πετούσε τη σκούφια της. Οι
λόγοι αυτοί φαντάζουν σχεδόν αστείοι. Όμως η ξαφνική αλλαγή του σχεδίου
ήταν φαινομενική. Το κρυφό και βασικό σχέδιο, εκπονημένο από τους υψηλά
ιθύνοντες της ρωσικής πολιτικής, με πρωτεργάτη, σύμφωνα με τις ενδείξει,ς
Ι.Καποδίστρια και ερήμην των πολλών Φιλικών, στόχευε εξ αρχής στον
αποπροσανατολισμό του Σουλτάνου, έτσι ώστε να ξεσπάσει ανενόχλητα ταυτόχρονη
εξέγερση στην Πελοπόννησο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα κινδύνευε άμεσα από μία
ενδεχόμενη ρωσοτουρκική σύγκρουση δίπλα στην πρωτεύουσα της την
Κωνσταντινούπολη. Ο Σουλτάνος κατά συνέπεια θα στρεφόταν στην αντιμετώπιση
αυτού του κινδύνου. Αυτό τον στόχο του αποπροσανατολισμού του Σουλτάνου είχαν
και οι υπερφίαλες διαδόσεις, ότι επρόκειτο να συμβεί εξέγερση στην
Κωνσταντινούπολη, για πυρπόληση του στόλου στο Βόσπορο και για σύλληψη ή
δολοφονία του Σουλτάνου.[3]
Από την άλλη
όμως η ταυτόχρονη και ανενόχλητη εξέγερση στην Πελοπόννησο, θα δημιουργούσε
τετελεσμένα απόσχισης της Πελοποννήσου και θα επέφερε ως αποτέλεσμα την
αναγνώριση της ως αυτόνομης επαρχίας, στα πρότυπα των παραδουνάβιων Ηγεμονιών,
ναι μεν υποτελή στο Σουλτάνο, αλλά υπό την απόλυτη επιρροή της Ρωσίας. Τη
συγκεκριμένη περίοδο για τη Ρωσία, πρωτεργάτη της Ιερής Συμμαχίας και πιστή
στην απολυταρχική πολιτική που αντιδρούσε σε κάθε αυτόνομο κίνημα στην Ευρώπη,
αλλά και έναντι της συμμάχου της Αυστρίας και του Μέτερνιχ, το σχέδιο για μια
επαρχία στη νότια Βαλκανική υπό την επιρροή της, θα της έδινε
διέξοδο στη Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή. Ήταν ό,τι πιο επιτυχές αποτέλεσμα
θα μπορούσε να αποφέρει η ρωσική εξωτερική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο για
τα συμφέροντά της με πρωτεργάτη τον έμπιστο υπουργό εξωτερικών του Τσάρου
Αλέξανδρου Ι.Καποδίστρια.
Αυτή η
προοπτική ήταν απόλυτα συμβατή με το στόχο του Υψηλάντη. Ως γόνος
οσποδάρων Φαναριωτών, αξιωματικός του ρωσικού στρατού, υπασπιστής
του τσάρου Αλέξανδρου Α’ και έμπιστου φίλου του Καποδίστρια, ήταν
αναμενόμενο να θέλει να συνεχίσει την παράδοση της οικογένειάς του. Δεν ήταν
αθέμιτο γι αυτόν να προσδοκά να στεφθεί ο ίδιος Ηγεμόνας στις περιοχές που θα
αυτονομούνταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. «Μόνη του σκέψη ήταν να βάλει
στο χέρι τις ηγεμονίες και να τις διοικήσει ως τοποτηρητής του τσάρου, ώς την
ημέρα που ο βραχίονας του Ρώσου ηγεμόνα θα τον ανέβαζε στο θρόνο ενός ελληνικού
βασιλείου», αναφέρει συγκεκριμένα ο Μέντελσον Μπαρτόλντι.[4]
Με την
φαινομενική «ξαφνική» αλλαγή του σχεδίου και την εκδήλωση του κινήματος στη
Μολδοβλαχία, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο Υψηλάντης υπηρετεί τα συμφέροντα της
Ρωσίας και δρα ως όργανο του Τσάρου και του Καποδίστρια. Ενήργησε στη βάση και
στην προοπτική της επιτυχίας των ρωσικών σχεδίων, πεισμένος για την υποστήριξη
της Ρωσίας, γνωρίζοντας ότι εργαζόταν για τη δημιουργία ενός αυτόνομου κρατιδίου
της νότιας Βαλκανικής που θα ονομαζόταν Ελλάδα και επιπλέον θα του απέδιδε,
όπως προαναφέρθηκε, τη θέση του Ηγεμόνα. Τα πράγματα όμως δεν ήρθαν όπως τα
περίμενε. Ούτε ένα εθνικιστικό κίνημα που προσδοκούσε να δημιουργήσει
ευοδώθηκε, ούτε στάθηκε δυνατό εκ των πραγμάτων να συγκροτήσει ικανό
ελληνικό στράτευμα, ούτε τη ρωσική υποστήριξη και ενίσχυση στην οποία κυρίως
βασιζόταν είχε, ούτε βέβαια η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία.
Γι' αυτό και αναδεικνύεται σε κρίσιμο
παράγοντα, που έκρινε τελικά το αποτέλεσμα του πολέμου στις Ηγεμονίες, η
συμμαχία με τους Ρουμάνους και ιδιαίτερα τη μεγάλη και δυσαρεστημένη μάζα των
χωρικών. Την προοπτική της συμμαχίας ο Υψηλάντης δεν μερίμνησε να
ευοδωθεί γιατί τη δυνατότητα αυτή την είδε μόνο ως ενισχυτική στα σχέδιά του. Το
εθνικιστικό πρόταγμα της Φ.Ε. και του Υψηλάντη βασίστηκε στους Έλληνες των
Ηγεμονιών, που ήταν η ελίτ των επαρχιών της Μολδοβλαχίας και αγνόησε τις
διαθέσεις του λαϊκού παράγοντα που ήταν ο αγροτικός ρουμάνικος
πληθυσμός. Στην προκήρυξη του, αμέσως μόλις μπήκε στο
Ιάσιο, την γνωστή «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», απευθύνεται αποκλειστικά
στους Έλληνες να πάρουν τα όπλα και να πολεμήσουν «για την πίστη
και την πατρίδα ενάντια στους άπιστους». Δεν συντάχθηκε με τους
Ρουμάνους αγρότες που βρίσκονταν επίσης κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ο λόγος
ήταν ότι δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό γόνος οσποδάρων Φαναριωτών
Ελλήνων που κυβερνούσαν καταπιεστικά και εκμεταλλεύονταν τον πληθυσμό στο όνομα
του Σουλτάνου. Η εθνικιστική ιδεολογία του Υψηλάντη και των Φιλικών
επέβαλε στόχους που έρχονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα των πολυπληθών
Ρουμάνων χωρικών. Για τους τελευταίους, ο στόχος του Υψηλάντη που κατά δήλωσή
του ήταν η Ελλάδα και όχι η Μολδοβλαχία, «ότι περνάει από τα εδάφη τους για
να ελευθερώσει τους δικούς του συμπατριώτες, τους Έλληνες του νότου»[5], τον
έφερε αντιμέτωπο με τον ντόπιο πληθυσμό και τον Βλαδιμηρέσκου, με αποτέλεσμα να
δολοφονήσει με αποτρόπαιο τρόπο τον Ρουμάνο λαϊκό ηγέτη (τον δολοφόνησαν οι
άνθρωποι του Υψηλάντηκαι τον διαμέλησαν ρίχνοντας τα μέλη του σε ένα πηγάδι).
Κοντά σε αυτά, η είσοδος στο Ιάσιο
των Φιλικών και του συνονθυλεύματος του μισθοφορικού
στρατεύματος στο σημαδεύτηκε, από ληστείες, λεηλασίες και δολοφονίες του
ντόπιου πληθυσμού, με πρωτεργάτη τον Καραβιά στο Γαλάτσι.[6] Κατά
συνέπεια, δεν ήταν μόνο ο ντόπιος πληθυσμός που ένιωσε αντιπάθεια για τους
Φιλικούς, αλλά και αρκετοί Έλληνες των πόλεων. Υπήρχε γενική δυσαρέσκεια που
οφειλόταν στις ακρότητες στις οποίες επιδίδονταν οι ομάδες των ατάκτων.
Συμπεριφέρονταν λες και βρίσκονταν στις Ηγεμονίες για να πλουτίσουν τόσο σε
βάρος του ντόπιου πληθυσμού, όσο και των Τούρκων. Ο Πούσκιν, θαυμαστής του
Αλ.Υψηλάντη και του εγχειρήματός του και που παρακολουθούσε στενά τα γεγονότα
στις Ηγεμονίες, σημειώνει πως ο πόλεμος γι’ αυτούς ήταν μια ευκαιρία να
πλουτίσουν σε βάρος των Τούρκων και των Μολδαβών.[7]
Για τους
Ρουμάνους οι Φαναριώτες ήταν οι εκμεταλλευτές τους που υπηρετούσαν την Πύλη,
αλλά πρωτίστως τα προσωπικά τους συμφέροντα και της κάστας τους. Το να στραφούν
εναντίον μόνο των Οθωμανών και όχι εναντίον των άπληστων
φεουδαρχών-φοροεισπρακτόρων που ήταν οι άμεσοι δυνάστες τους, δεν τους έλυνε το
πρόβλημα και δεν τους κινητοποιούσε. Πώς θα εμπιστεύονταν τον Υψηλάντη και τους
συνεργάτες του που ανήκαν στην ελληνική αριστοκρατία και συνδέονταν άμεσα με
την φαναριώτικη εξουσία επί σειρά αιώνων; Ο γόνος των καταπιεστών Υψηλάντης δεν
θα μπορούσε κατά συνέπεια να υποσχεθεί στον ντόπιο πληθυσμό απελευθέρωση από
την ίδια την καταπιεστική τάξη του. Ούτε μπορούσε να τους εμπνεύσει εμπιστοσύνη
για προστασία και καλύτερη μεταχείριση από την ελληνική άρχουσα τάξη, τους
Τούρκους, τους Ρώσους και τους ντόπιους βογιάρους, την αριστοκρατία δηλαδή των
γαιοκτημόνων των Ηγεμονιών. Άλλωστε οι Ρουμάνοι χωρικοί είχαν τον δικό τους
φυσικό ηγέτη τον Βλαδιμηρέσκου που ο στρατός του ενισχυόταν συνεχώς από τον
ρουμανικό πληθυσμό. Το λαϊκό αγροτικό κίνημα που ηγείτο εναντίον των
Ηγεμόνων Φαναριωτώ δεν επέτρεπαν εκ των πραγμάτων να θέσουν τον Βλαδιμηρέσκου
στην υπηρεσία του Φαναριώτη Υψηλάντη. Η επικράτηση του τελευταίου θα σήμαινε
ότι η επαρχία τους θα παρέμενε υπό την εξουσία των Φαναριωτών ή θα παραδίνονταν
στον Τσάρο της Ρωσίας.[8] Έτσι
το εθνικιστικό πρόταγμα του Υψηλάντη και οι προσωπικοί του στόχοι, στον
αντίποδα του υπερεθνικού και υπερθρησκευτικού κοινωνικοπολιτικού οράματος του
Ρήγα, απέβησαν αποτρεπτικά όχι μόνο να εκφράσει το αγροτικό λαϊκό κίνημα
ενάντια στους τοπικούς Ηγεμόνες που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στις
ηγεμονίες, αλλά και να το αποτρέψει με τη δολοφονία του ηγέτη του
Βλαδιμηρέσκου.
Ο Υψηλάντης σε
όλο αυτό το διάστημα, από την κήρυξη της «επανάστασης» στο Ιάσιο, θα δώσει μόνο
μία μάχη στο Δραγατσάνι στις 19 Ιουνίου 1821, όπου θα υποστεί ολοκληρωτική
καταστροφή. Διαφεύγοντας στην Αυστρία ξεσπάει εναντίον των
επικεφαλής των τμημάτων του στρατού καταλογίζοντάς τους προδοσία και δειλία.
Στην Αυστρία αφού τίθεται υπό περιορισμό, φυλακίζεται τελικά μετά από
συνεννόηση Αυστρίας-Ρωσίας στον πύργο του Μούγκατς στην Ουκρανία. Η εξορία του
στην Ουκρανία και η φυλάκισή του από τις Αυστριακές Αρχές καθώς και ο εκβιασμός
να μην μιλήσει γιατί θα εκδοθεί στην Τουρκία, απαλάσσει την Ρωσία
από τον κίνδυνο να αποκαλύψει τη ρωσική εμπλοκή και τα
ρωσικά σχέδια στο εγχείρημά του. Το χειρότερο είναι ότι τον φόβο της Ρωσίας τον
έχει αντιληφθεί ο Μέτερνιχ, ο οποίος χρησιμοποιεί τον Υψηλάντη στην
αντιπαλότητα με τη Ρωσία για τους σκοπούς τους δικούς του και της Αυστριακής
Μοναρχίας. Ακόμα και φυλακισμένος ο Υψηλάντης συνεχίζει να είναι έρμαιο της
ρωσοαυστριακής πολιτικής, αφού ο Μέτερνιχ έχει αποτρέψει την Ρωσία να επέμβει
στα Βαλκάνια και η συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες για την αποτροπή δημιουργίας
ανεξάρτητου ελληνικού κράτους εξακολουθεί να υφίσταται. Αυτοί είναι επιπλέον
λόγοι που ούτε τη Ρωσία, ούτε την Αυστρία βολεύει να αποφυλακιστεί ο Υψηλάντης.[9]
Παράλληλα με
τη δράση του αρχηγού της Φ.Ε., η εξέγερση στην Πελοπόννησο είχε ξεκινήσει με
την έντονη δραστηριότητα και παρότρυνση του Παπαφλέσσα σημαντικού στελέχους της
Φ.Ε. και την ολιγωρία των Οθωμανών. Το εγχείρημα στις Ηγεμονίες είχε επιτελέσει
το στόχο του με τον αποπροσανατολισμό του Σουλτάνου. Ο Υψηλάντης θα μείνει
φυλακισμένος οκτώ χρόνια, αφού προσπαθήσει να αποκαταστήσει το όνομά του
στέλνοντας επιστολή στον νέο Τσάρο Νικόλαο εξηγώντας ότι για το εγχείρημά του
είχε τη σύμφωνη γνώμη του Καποδίστρια και του Τσάρου Αλέξανδρου. Θα
αποφυλακιστεί το Νοέμβριο του 1827 αλλά με την απαγόρευση να φύγει από την
Αυστρία. Η αποφυλάκιση έγινε μετά από παρέμβαση του Τσάρου Νικόλαου, αφού όμως
είχε υπογραφεί η Ιουλιανή συνθήκη του Λονδίνου από Ρωσία-Αγγλία-Γαλλία, η οποία
υποχρέωνε την Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί τα νέα δεδομένα που
δημιούργησε η εμπόλεμη κατάσταση και να διαπραγματευτεί ειρηνικά με τους
εμπόλεμους Έλληνες. Έτσι η όποια μαρτυρία του Υψηλάντη για το ρόλο της Ρωσίας
στα τεκταινόμενα 1821-1827, πρακτικά δεν επηρεάζει τα πράγματα. Ο Υψηλάντης θα
πεθάνει δύο μήνες αργότερα από την αποφυλάκισή του στις 31 Ιανουαρίου 1828
άρρωστος, ταλαιπωρημένος, προδομένος και αγνοημένος ακόμη και από τον φίλο του
Καποδίστρια.
Επίλογος
Δεν είναι
περίεργο κατόπιν όλων αυτών, ότι για το κίνημα του Αλ.Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία
δεν έγινε στη συνέχεια σχεδόν καμία μνεία από τους εξεγερμένους Έλληνες στην
Πελοπόννησο και στις άλλες εμπόλεμες περιοχές. Ένα γεγονός που από το σύνολο
σχεδόν της ιστοριογραφίας του 1821 εξαίρεται, για τη σημασία και τη συμβολή του
στην εκδήλωση της εξέγερσης στο νότο, από τους ίδους τους πρωταγωνιστές της
περιόδου όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκε με τον αντίστοιχο θετικό τρόπο, αλλά αποσιωπήθηκε. Η απαξιωτική και εχθρική στάση με την οποία
αντιμετωπίστηκε η άφιξη και συμμετοχή του Δημήτριου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο ως πληρεξούσιου του αδερφού του
από τους πρόκριτους και τους οπλαρχηγούς, ήταν σαφής στάση διαχωρισμού από τον Αλ.Υψηλάντη και τη Φιλική Εταιρεία. Το
γεγονός της δεδομένης σχέσης και εξάρτησης του Αλ. Υψηλάντη από τη Ρωσία και κατά
συνέπεια η βεβαιότητα να του αποδοθεί το χρίσμα του αρχηγού και Ηγεμόνα, οδήγησε
τους προκρίτους και οπλαρχηγούς να αδιαφορήσουν και να υποβαθμίσουν το κίνημα στις
παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Στην ομοθυμία και ομοψυχία στις οποίες καλούσε ο
Αρχηγός της Φ.Ε. στο όνομα της εθνικής ιδέας και αναγέννησης, ελάχιστα ανταποκρίθηκε
η προυχοντική ελίτ και οι πρωτοκλασάτοι
οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, της Ρούμελης, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και των
νησιών του Αιγαίου, που πρωτοστατούσαν στα εξεγερτικά γεγονότα για τους δικούς
του προσωπικούς σκοπούς ο καθένας.
[1] «Στις 22 Φεβρουαρίου/6 Μαρτίου
1821, αφού δωροδόκησε τη φρουρά των Κοζάκων και αφού κατά πάσα πιθανότητα ήρθε
σε κάποια συνεννόηση με τη ρωσική τοπική στρατιωτική διοίκηση, διέσχισε από τη
Βεσσαραβία τον Προύθο, με λιγοστές δυνάμεις. Στη Μολδαβία κατατάχτηκαν κι άλλοι
στο στρατό του. Συνολικά, είχε μόνο 4.500 άνδρες. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν
Σέρβοι, Βούλγαροι, Μαυροβούνιοι, Μολδαβοί και 700 περίπου ΄Ελληνες σπουδαστές,
πού συγκρότησαν τον «Ιερό Λόχο». Υπήρχαν μόνο τέσσερα κανόνια και πολύ λίγο
ιππικό.» DOUGLAS DAKIN Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ,
Μ.Ι.Ε.Τ.,σ.81-82
[3] DOUGLAS DAKIN Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
1821-1833, Μ.Ι.Ε.Τ.,σ. 76-77,
[4] ΚΑΡΛ ΜΕΝΤΕΛΣΟΝ ΜΠΑΡΤΟΛΝΤΙ
ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ σ.70
[5] ΛΟΥΚΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Η ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ
1821 ΚΑΙ Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΙΣΧΥΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Ιδεολογία και προπαγάνδα στις
προκηρύξεις του Αλ.Υψηλάντη, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, σ.80
[6] Δημήτρη Λιθοξόου Το σχέδιο της
εξέγερσης 1821
[7] ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι.ΦΑΡΣΟΛΑΣ, Ο Αλέξανδρος Πούσκιν και η ελληνική επανάσταση,
ΦΙΛΙΣΤΩΡ, 1821-1829, σ, 82
[8] ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι.ΦΑΡΣΟΛΑΣ, Ο Αλέξανδρος Πούσκιν και η ελληνική επανάσταση,
ΦΙΛΙΣΤΩΡ, 1821-1829, σ.80-81
[9] Peter Broucek, Η αιχμαλωσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη
στην Αυστρία, Βασιλικά Αρχεία της Αυστρίας, Επιμέλεια και μετάφραση μελέτης από
τα Γερμανικά Φώτης Βράκας. https://argolikivivliothiki.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου