Μαρξισμός, Φασισμός και Ολοκαύτωμα: Συνέντευξη του Έντσο Τραβέρσο με τον Γιώργο Σουβλή
«Η αριστερή μελαγχολία δεν συνεπάγεται
νοσταλγική παραίτηση, παθητικότητα ή ανικανότητα. […] Το να αλλάξει
κανείς τον κόσμο δεν απαιτεί μόνο στρατηγικά σχέδια, πολύτιμες
διαγνώσεις του συσχετισμού δύναμης, αποτελεσματικά αιτήματα και ισχυρές
οργανώσεις. Χρειάζεται επίσης μία διαδικασία ανθρώπινης χειραφέτησης, η
οποία να κινητοποιεί δυνατά συναισθήματα, προσδοκίες και ελπίδες. Η
μελαγχολία είναι ένα από αυτά τα συναισθήματα. Μετά από κάθε ιστορική
ήττα, φορτίζει με αναμνήσεις τη διαδικασία πένθους και την οικοδόμηση
μιας νέας προοπτικής. Με άλλα λόγια, η αριστερή μελαγχολία μπορεί να
αποτελέσει σύνδεσμο μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος.»
Στη μελέτη σας με τίτλο Οι ρίζες της Ναζιστικής Βίας: Μία Ευρωπαϊκή Γενεαλογία
(Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2013), επιχειρηματολογείτε ότι η
μοναδικότητα του ναζισμού έγκειται στο τρομακτικό κράμα πολλών μορφών
βίας, εμφανώς δυτικού χαρακτήρα. Ποιες ήταν αυτές οι μορφές;
Προτιμώ
να μιλάω για «ιστορική ενικότητα» παρά για «μοναδικότητα»: η τελευταία
έννοια σχετίζεται συχνά με μυστικιστικές ερμηνείες του Ολοκαυτώματος ως
ενός μεταφυσικού ή υπερ-ιστορικού γεγονότος. Κατά την άποψή μου, η
ναζιστική βία αποτέλεσε τη σύνθεση διαφόρων τάσεων που είχαν αναδυθεί
στην Ευρώπη από τις αρχές του 19ου αιώνα· σύνθεση, η οποία κατέστη
δυνατή χάρη σε ένα σύνολο εξαιρετικών ιστορικών συνθηκών κατά τη
διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: τη γέννηση του σύγχρονου ρατσισμού
και αντισημιτισμού· τον μετασχηματισμό του συντηρητισμού και του
αντι-Διαφωτισμού σε πολιτικό ανορθολογισμό και σε ριζοσπαστικό
εθνικισμό, που οδήγησαν στη γέννηση του φασισμού· τον θρίαμβο της
αποικιοκρατίας ως κουλτούρας κυριαρχίας και πρακτικής εξολόθρευσης· τη
σειριοποίηση του θανάτου και την επινόηση της βιομηχανικής σφαγής, κτλ. Η
επίθεση των ναζί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης το 1941 υπήρξε
ταυτόχρονα πόλεμος κατά του μαρξισμού και κατά του διαφωτισμού, ένας
αποικιακός πόλεμος με σκοπό την κατάληψη του ζωτικού χώρου της
Ανατολικής Ευρώπης, κι ένας πόλεμος με σκοπό την εξολόθρευση των
Εβραίων, του εγκεφάλου του μπολσεβικισμού και της πνευματικής αβανγκάρντ
μιας «κατώτερης ράτσας», ενός είδους «υποδεέστερης ανθρωπότητας»
(sub-humanity, Untermenschentum), στη γλώσσα του Χίτλερ. Εάν υπάρχει
κάτι «μοναδικό» στον ναζισμό, αυτό είναι η κατ’ εξαίρεση όσμωση
διάφορων τάσεων που διαμόρφωσαν την ιστορία της Δύσης ως [ενιαίου] όλου.
Από αυτή την άποψη, η ερμηνεία μου περί ναζισμού είναι εκ διαμέτρου
αντίθετη από αυτήν του Χάμπερμας: αντιλαμβάνομαι τον ναζισμό περισσότερο
ως «απόσταξη» της Δύσης παρά ως έκφραση ενός ιδιαίτερου δρόμου
(Sonderweg) που διαχώρισε τη Γερμανία από τον δυτικό πολιτισμό. Αυτή η
γενετική ερμηνεία προσπαθεί επίσης να υπερβεί τα όρια μιας θεωρίας του
ολοκληρωτισμού που απλά περιγράφει και ασκεί κριτική στην κυριαρχία
χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιστορικές προϋποθέσεις της.
Θα πρέπει η αριστερά να θρηνεί τις ήττες της; Θα πρέπει επίσης -συμπληρωματικά σε αυτή την διαδικασία- να κινητοποιεί πηγές και μνήμες για τις παρελθοντικές νίκες της, όπως για τον αντιφασιστικό αγώνα -τόσο σε πολιτικό όσο και σε διανοητικό επίπεδο- όπως έκαναν, για παράδειγμα, οι Βρετανοί μαρξιστές ιστορικοί για τη συγγραφή των σημαντικότερων έργων τους (Ε.Π. Τόμσον και Έρικ Χομπσμπάουμ);
Στο βιβλίο μου Αριστερή Μελαγχολία: η δύναμη μίας κρυφής παράδοσης
(Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2017), υποστηρίζω ότι αυτό που βοήθησε
την αριστερά να ξεπεράσει τις ήττες της κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα,
από την Παρισινή Κομμούνα ως και το χιλιανό πραξικόπημα του 1973, ήταν η
πεποίθηση ότι το μέλλον ανήκε στον σοσιαλισμό και ότι ακόμα και οι πιο
τραγικές αποτυχίες ήταν απλά χαμένες μάχες. Ριζωμένη σε μια τελολογική
οπτική της ιστορίας, αυτή η πίστη σε έναν τελικό στόχο έδωσε στην
αριστερά αξιοσημείωτη δύναμη, η οποία δεν υπάρχει πλέον σήμερα. Πολύ
μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής ένωσης και του υπαρκτού σοσιαλισμού, η
στροφή του 1989-1990 προκάλεσε τη συνειδητοποίηση ότι εποχή των
διαδοχικών επαναστάσεων είχε παρέλθει. Κι αυτή η νέα ιστορική συνείδηση
αμφισβητούσε την ίδια την ιδέα του σοσιαλισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι η
αριστερά βίωσε μία «τελική» ήττα -σκεφτείτε τις μυριάδες κοινωνικών και
πολιτικών κινημάτων που έχουν εμφανιστεί κατά τον 21ο αιώνα- αλλά αυτή η
ιστορική συνείδηση απαιτεί μια νέα επινόηση της αριστεράς, της
κουλτούρας της, των σχεδίων της, των οργανωτικών της μορφών, και των
μεθόδων δράσης της. Συμφωνώντας με τον Λουσιέν Γκολντμάν, θεωρώ ότι ο
σοσιαλισμός είναι ένα ανθρώπινο «στοίχημα», ένα εφικτό μέλλον
εγγεγραμμένο στις ανθρώπινες δυνατότητες, και γνωρίζουμε ότι ο ίδιος ο
σοσιαλισμός μπορεί να μετατραπεί σε μια νέα μορφή βαρβαρότητας. Αυτό
είναι το μάθημα του 20ού αιώνα, το οποίο αναπόφευκτα προσδίδει μια
μελαγχολία σε αυτό το σύνθημα. Ένα από τα καλύτερα βιβλία του Ντανιέλ
Μπενσαΐντ έχει ως τίτλο Τhe Μelancholic Βet (Le Pari Mélancolique).
Η αριστερή μελαγχολία δεν συνεπάγεται νοσταλγική παραίτηση, παθητικότητα ή ανικανότητα. Κατά τη γνώμη μου, ανήκει σε μια «συναισθηματική δομή» της αριστεράς – δανείζομαι αυτή την έννοια από τον Ρέιμοντ Ουίλιαμς (Raymond Williams)- που πάντοτε στοίχειωνε την ιστορία της, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά. Το να αλλάξει κανείς τον κόσμο δεν απαιτεί μόνο στρατηγικά σχέδια, πολύτιμες διαγνώσεις του συσχετισμού δύναμης, αποτελεσματικά αιτήματα και ισχυρές οργανώσεις. Χρειάζεται επίσης μία διαδικασία ανθρώπινης χειραφέτησης, η οποία να κινητοποιεί δυνατά συναισθήματα, προσδοκίες και ελπίδες. Η μελαγχολία είναι ένα από αυτά τα συναισθήματα. Μετά από κάθε ιστορική ήττα, φορτίζει με αναμνήσεις τη διαδικασία πένθους και την οικοδόμηση μιας νέας προοπτικής. Με άλλα λόγια, η αριστερή μελαγχολία μπορεί να αποτελέσει σύνδεσμο μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος. Δεν είμαι βέβαιος ότι η οπτική μου για την αριστερή μελαγχολία είναι συναφής με την ευαισθησία του Χομπσμπάουμ, η οποία είναι γεμάτη παραίτηση, όπως εκφράζεται στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Συναρπαστικά χρόνια. Όσο για τον Ε.Π. Τόμσον, θα μιλούσα περισσότερο για ρομαντικό παρά για μελαγχολικό μαρξισμό (σκεφτείτε τη βιογραφία του για τον Ουίλιαμ Μόρις). Στο βιβλίο μου, τα πιο σχετικά παραδείγματα μελαγχολικής ριζοσπαστικής σκέψης είναι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ.
Ας προχωρήσουμε όμως στον σύγχρονο φιλελευθερισμό. Στις μέρες μας, η ανάδυση ξενοφοβικών ακροδεξιών κινημάτων αποτελεί κοινό πολιτικό παρανομαστή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα, ο Ταρίκ Αλί και άλλοι έχουν επισημάνει την ανάδυση ενός «ακραίου κέντρου», καθώς η κεντροαριστερά και τα φιλελεύθερα κόμματα ενστερνίζονται ολοένα περισσότερο ακροδεξιές πολιτικές. Νομιμοποιούμαστε ακόμα να μιλάμε για «πολιτικό φιλελευθερισμό» ή χρειαζόμαστε νέες αναλυτικές κατηγορίες για να συλλάβουμε αυτούς τους μετασχηματισμούς;
H ευρωπαϊκή τραγωδία έγκειται στο γεγονός ότι η άνοδος αυτών των αντιδραστικών και εθνικιστικών «ευρωφοβικών» κινημάτων αποτελεί προϊόν των πολιτικών που εφάρμοσε επί είκοσι χρόνια η ίδια η Κομισιόν. Η ΕΕ έχει καταστεί όργανο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που επιβάλλει τους κανόνες της -εννοώ μία νομική δομή καταναγκαστικού χαρακτήρα, η οποία αποτελείται από νόμους που κάποιες φορές ενσωματώνονται στα Συντάγματα- σε όλες τις κυβερνήσεις της. Μετά από δύο προέδρους της Κομισιόν όπως ο Μπαρόζο (ο οποίος σήμερα είναι σύμβουλος της Goldman Sachs) και ο Γιούνκερ (o πρώην ηγέτης ενός φορολογικού παραδείσου όπως είναι το Λουξεμβούργο)· μετά την ελληνική κρίση του 2015 και μετά από δέκα χρόνια πολιτικών λιτότητας σε ολόκληρη την ήπειρο, η ανάδειξη δεξιών λαϊκιστών ηγετών όπως ο Ματέο Σαλβίνι και ο Βίκτορ Ορμπάν δεν προκαλεί έκπληξη. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να αγωνιστούμε αποτελεσματικά κατά του μεταφασισμού ενώ υπερασπιζόμαστε την ΕΕ· μόνο αλλάζοντας την ΕΕ μπορούμε να νικήσουμε τον εθνικισμό και τον δεξιό λαϊκισμό.
Προτιμώ
να μιλάω για «ιστορική ενικότητα» παρά για «μοναδικότητα»: η τελευταία
έννοια σχετίζεται συχνά με μυστικιστικές ερμηνείες του Ολοκαυτώματος ως
ενός μεταφυσικού ή υπερ-ιστορικού γεγονότος. Κατά την άποψή μου, η
ναζιστική βία αποτέλεσε τη σύνθεση διαφόρων τάσεων που είχαν αναδυθεί
στην Ευρώπη από τις αρχές του 19ου αιώνα· σύνθεση, η οποία κατέστη
δυνατή χάρη σε ένα σύνολο εξαιρετικών ιστορικών συνθηκών κατά τη
διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: τη γέννηση του σύγχρονου ρατσισμού
και αντισημιτισμού· τον μετασχηματισμό του συντηρητισμού και του
αντι-Διαφωτισμού σε πολιτικό ανορθολογισμό και σε ριζοσπαστικό
εθνικισμό, που οδήγησαν στη γέννηση του φασισμού· τον θρίαμβο της
αποικιοκρατίας ως κουλτούρας κυριαρχίας και πρακτικής εξολόθρευσης· τη
σειριοποίηση του θανάτου και την επινόηση της βιομηχανικής σφαγής, κτλ. Η
επίθεση των ναζί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης το 1941 υπήρξε
ταυτόχρονα πόλεμος κατά του μαρξισμού και κατά του διαφωτισμού, ένας
αποικιακός πόλεμος με σκοπό την κατάληψη του ζωτικού χώρου της
Ανατολικής Ευρώπης, κι ένας πόλεμος με σκοπό την εξολόθρευση των
Εβραίων, του εγκεφάλου του μπολσεβικισμού και της πνευματικής αβανγκάρντ
μιας «κατώτερης ράτσας», ενός είδους «υποδεέστερης ανθρωπότητας»
(sub-humanity, Untermenschentum), στη γλώσσα του Χίτλερ. Εάν υπάρχει
κάτι «μοναδικό» στον ναζισμό, αυτό είναι η κατ’ εξαίρεση όσμωση
διάφορων τάσεων που διαμόρφωσαν την ιστορία της Δύσης ως [ενιαίου] όλου.
Από αυτή την άποψη, η ερμηνεία μου περί ναζισμού είναι εκ διαμέτρου
αντίθετη από αυτήν του Χάμπερμας: αντιλαμβάνομαι τον ναζισμό περισσότερο
ως «απόσταξη» της Δύσης παρά ως έκφραση ενός ιδιαίτερου δρόμου
(Sonderweg) που διαχώρισε τη Γερμανία από τον δυτικό πολιτισμό. Αυτή η
γενετική ερμηνεία προσπαθεί επίσης να υπερβεί τα όρια μιας θεωρίας του
ολοκληρωτισμού που απλά περιγράφει και ασκεί κριτική στην κυριαρχία
χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιστορικές προϋποθέσεις της.Θα πρέπει η αριστερά να θρηνεί τις ήττες της; Θα πρέπει επίσης -συμπληρωματικά σε αυτή την διαδικασία- να κινητοποιεί πηγές και μνήμες για τις παρελθοντικές νίκες της, όπως για τον αντιφασιστικό αγώνα -τόσο σε πολιτικό όσο και σε διανοητικό επίπεδο- όπως έκαναν, για παράδειγμα, οι Βρετανοί μαρξιστές ιστορικοί για τη συγγραφή των σημαντικότερων έργων τους (Ε.Π. Τόμσον και Έρικ Χομπσμπάουμ);
Στο βιβλίο μου Αριστερή Μελαγχολία: η δύναμη μίας κρυφής παράδοσης
(Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2017), υποστηρίζω ότι αυτό που βοήθησε
την αριστερά να ξεπεράσει τις ήττες της κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα,
από την Παρισινή Κομμούνα ως και το χιλιανό πραξικόπημα του 1973, ήταν η
πεποίθηση ότι το μέλλον ανήκε στον σοσιαλισμό και ότι ακόμα και οι πιο
τραγικές αποτυχίες ήταν απλά χαμένες μάχες. Ριζωμένη σε μια τελολογική
οπτική της ιστορίας, αυτή η πίστη σε έναν τελικό στόχο έδωσε στην
αριστερά αξιοσημείωτη δύναμη, η οποία δεν υπάρχει πλέον σήμερα. Πολύ
μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής ένωσης και του υπαρκτού σοσιαλισμού, η
στροφή του 1989-1990 προκάλεσε τη συνειδητοποίηση ότι εποχή των
διαδοχικών επαναστάσεων είχε παρέλθει. Κι αυτή η νέα ιστορική συνείδηση
αμφισβητούσε την ίδια την ιδέα του σοσιαλισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι η
αριστερά βίωσε μία «τελική» ήττα -σκεφτείτε τις μυριάδες κοινωνικών και
πολιτικών κινημάτων που έχουν εμφανιστεί κατά τον 21ο αιώνα- αλλά αυτή η
ιστορική συνείδηση απαιτεί μια νέα επινόηση της αριστεράς, της
κουλτούρας της, των σχεδίων της, των οργανωτικών της μορφών, και των
μεθόδων δράσης της. Συμφωνώντας με τον Λουσιέν Γκολντμάν, θεωρώ ότι ο
σοσιαλισμός είναι ένα ανθρώπινο «στοίχημα», ένα εφικτό μέλλον
εγγεγραμμένο στις ανθρώπινες δυνατότητες, και γνωρίζουμε ότι ο ίδιος ο
σοσιαλισμός μπορεί να μετατραπεί σε μια νέα μορφή βαρβαρότητας. Αυτό
είναι το μάθημα του 20ού αιώνα, το οποίο αναπόφευκτα προσδίδει μια
μελαγχολία σε αυτό το σύνθημα. Ένα από τα καλύτερα βιβλία του Ντανιέλ
Μπενσαΐντ έχει ως τίτλο Τhe Μelancholic Βet (Le Pari Mélancolique).Η αριστερή μελαγχολία δεν συνεπάγεται νοσταλγική παραίτηση, παθητικότητα ή ανικανότητα. Κατά τη γνώμη μου, ανήκει σε μια «συναισθηματική δομή» της αριστεράς – δανείζομαι αυτή την έννοια από τον Ρέιμοντ Ουίλιαμς (Raymond Williams)- που πάντοτε στοίχειωνε την ιστορία της, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά. Το να αλλάξει κανείς τον κόσμο δεν απαιτεί μόνο στρατηγικά σχέδια, πολύτιμες διαγνώσεις του συσχετισμού δύναμης, αποτελεσματικά αιτήματα και ισχυρές οργανώσεις. Χρειάζεται επίσης μία διαδικασία ανθρώπινης χειραφέτησης, η οποία να κινητοποιεί δυνατά συναισθήματα, προσδοκίες και ελπίδες. Η μελαγχολία είναι ένα από αυτά τα συναισθήματα. Μετά από κάθε ιστορική ήττα, φορτίζει με αναμνήσεις τη διαδικασία πένθους και την οικοδόμηση μιας νέας προοπτικής. Με άλλα λόγια, η αριστερή μελαγχολία μπορεί να αποτελέσει σύνδεσμο μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος. Δεν είμαι βέβαιος ότι η οπτική μου για την αριστερή μελαγχολία είναι συναφής με την ευαισθησία του Χομπσμπάουμ, η οποία είναι γεμάτη παραίτηση, όπως εκφράζεται στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Συναρπαστικά χρόνια. Όσο για τον Ε.Π. Τόμσον, θα μιλούσα περισσότερο για ρομαντικό παρά για μελαγχολικό μαρξισμό (σκεφτείτε τη βιογραφία του για τον Ουίλιαμ Μόρις). Στο βιβλίο μου, τα πιο σχετικά παραδείγματα μελαγχολικής ριζοσπαστικής σκέψης είναι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ.
Ας προχωρήσουμε όμως στον σύγχρονο φιλελευθερισμό. Στις μέρες μας, η ανάδυση ξενοφοβικών ακροδεξιών κινημάτων αποτελεί κοινό πολιτικό παρανομαστή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα, ο Ταρίκ Αλί και άλλοι έχουν επισημάνει την ανάδυση ενός «ακραίου κέντρου», καθώς η κεντροαριστερά και τα φιλελεύθερα κόμματα ενστερνίζονται ολοένα περισσότερο ακροδεξιές πολιτικές. Νομιμοποιούμαστε ακόμα να μιλάμε για «πολιτικό φιλελευθερισμό» ή χρειαζόμαστε νέες αναλυτικές κατηγορίες για να συλλάβουμε αυτούς τους μετασχηματισμούς;
H ευρωπαϊκή τραγωδία έγκειται στο γεγονός ότι η άνοδος αυτών των αντιδραστικών και εθνικιστικών «ευρωφοβικών» κινημάτων αποτελεί προϊόν των πολιτικών που εφάρμοσε επί είκοσι χρόνια η ίδια η Κομισιόν. Η ΕΕ έχει καταστεί όργανο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που επιβάλλει τους κανόνες της -εννοώ μία νομική δομή καταναγκαστικού χαρακτήρα, η οποία αποτελείται από νόμους που κάποιες φορές ενσωματώνονται στα Συντάγματα- σε όλες τις κυβερνήσεις της. Μετά από δύο προέδρους της Κομισιόν όπως ο Μπαρόζο (ο οποίος σήμερα είναι σύμβουλος της Goldman Sachs) και ο Γιούνκερ (o πρώην ηγέτης ενός φορολογικού παραδείσου όπως είναι το Λουξεμβούργο)· μετά την ελληνική κρίση του 2015 και μετά από δέκα χρόνια πολιτικών λιτότητας σε ολόκληρη την ήπειρο, η ανάδειξη δεξιών λαϊκιστών ηγετών όπως ο Ματέο Σαλβίνι και ο Βίκτορ Ορμπάν δεν προκαλεί έκπληξη. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να αγωνιστούμε αποτελεσματικά κατά του μεταφασισμού ενώ υπερασπιζόμαστε την ΕΕ· μόνο αλλάζοντας την ΕΕ μπορούμε να νικήσουμε τον εθνικισμό και τον δεξιό λαϊκισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου