Ιστοριοαναγνώσεις

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Οι εσωτερικές αιματηρές συγκρούσεις Κυβερνητικών(Καποδιστριακών) – Συνταγματικών(Κωλλετικών) το 1831-1833


Οι  εσωτερικές αιματηρές συγκρούσεις Καποδιστριακών/Κυβερνητικών – Συνταγματικών/Κωλλετικών το 1831-1833
Εισαγωγικά
Μελετώντας τα γεγονότα της περιόδου της εξέγερσης από τις αρχές της το 1821, δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι ηγετικές ομάδες που έπαιξαν ρόλο στα τεκταινόμενα  πολεμικά και πολιτικά, χαρακτηρίζονται από κάποια πατριωτική σύμπνοια και αλληλεγγύη όσο και αν αυτό πικραίνει πολλούς που έχουν καταστήσει την περίοδο της εξέγερσης ταυτόχρονα  γεννήτορα και ενσάρκωση του πατριωτισμού και μιας προϋπάρχουσας και αιώνιας εθνικής συνείδησης. Όλη η περίοδος της ένοπλης δράσης 1821-1827 -μετέπειτα ονομαζόμενης Επανάστασης- μέχρι και την  ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους το 1832[1] με τη  θεσμική πολιτική του  γέννηση και συγκρότηση, χαρακτηρίζεται άλλη μια φορά από εμφυλίους καισυγκρούσεις, άλλοτε σφοδρές και αιματηρές, άλλοτε αναίμακτες αλλά πάντα σκληρές. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο John Petropoulos[2] «Τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης ή ταξική πάλη έπαιξε ρόλο σχεδόν εξίσου σημαντικό μέ την εθνική εξόρμηση για την ανεξαρτησία. Σέ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας ό   κοινωνικός ανταγωνισμός ανάμεσα στους Έλληνες επισκιαζόταν από τήν εθνική και θρησκευτική εχθρότητα πρός τους Τούρκους. Η κατάρρευση όμως της τουρκικής εξουσίας σήμανε τήν άρση κάθε αναστολής και τήν έναρξη ενός αχαλίνωτου ανταγωνισμού μεταξύ των Ελλήνων γιά τήν απόκτηση του πλούτου και της δύναμης πού είχαν αποσπάσει άπό τους Τούρκους. Σέ τελευταία ανάλυση τό αίσθημα του τοπικισμού αποδείχτηκε δυνατότερο από τόν ταξικό ανταγωνισμό, όπως απέδειξε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1824)». Συρράξεις για το ποια μερίδα θα αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στη νέα πραγματικότητα υπερασπίζοντας τα δικά της συμφέροντα, πώς θα ισχυροποιήσει και θα σταθεροποιήσει την ηγεμονία της στην διαφαινόμενη ίδρυση είτε αυτόνομου είτε ανεξάρτητου κράτους υπό την «υψηλή επιστασία» των Ευρωπαϊκών Προστάτιδων Δυνάμεων. Εδώ λοιπόν όπως αποδεικνύεται από πλείστα γεγονότα δεν χωρούσαν υψηλές πατριωτικές ιδέες ούτε βέβαια έβρισκε έδαφος το κοινό «πατριωτικό» και «εθνικό» συμφέρον. Αντίθετα «πατριωτικό» τοπικό συμφέρον θα διαπιστώσουμε σε όλες σχεδόν τις ενέργειες και τα γεγονότα των πρωταγωνιστικών προσώπων και ομάδων και στις περισσότερες των περιπτώσεων ιδιοτελή προσωπικά κίνητρα και συμφέροντα. Προσωπικότητες που αντιλήφθηκαν ή έστω διαισθάνθηκαν ότι η πραγματικότητα αλλάζει πανευρωπαϊκά και ότι θα συμβεί το ίδιο και στις νότιες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρξαν. Κάτω από την επίδραση του Διαφωτισμού, της Γαλλικής Επανάστασης και των άλλων ευρωπαϊκών λαϊκών εξεγέρσεων – αν και καθοδηγούμενων από τη μεγαλοαστική τάξη όπως στην Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλλία κ.ά. – προς ¨εθνικές¨ ολοκληρώσεις, προσπάθησαν να έχουν ηγετικό ρόλο στη νέα κατάσταση που έβλεπαν να διαμορφώνεται. Παράλληλα και εκ των ων ουκ άνευ  χαρακτηριστικός  και δεικτικός  είναι ο ρόλος των τελευταίων και η ευθέως έως και επίσημη παρέμβαση των Προστάτιδων Δυνάμεων (εφεξής Π.Δ.) δηλ. Αγγλίας, Ρωσίας, Γαλλίας σε πρώτο πλάνο, της Αυστρίας δευτερευόντως αλλά όχι λιγότερο σημαντικός. «Ποιος έκρινε τον αγώνα, όταν εξεγέρθηκαν οί "Έλληνες; "Όχι βέβαια oί συνωμοσίες κι οί ξεσηκωμοί του Αλή πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια ή ναυμαχία του Ναβαρίνου, όχι βέβαια ή παρουσία γαλλικού στρατού στόν Μοριά ούτε οί συνδιασκέψεις και τά πρωτόκολλα του Λονδίνου, παρά ό Ντημπιτς, πού προέλασε μέ τον ρωσσικό στρατό ίσαμε τήν κοιλάδα της Μαρίτσας, περνώντας τόν Αίμο. Κι ένώ ή Ρωσσία άρχιζε, έτσι, άφοβα τον διαμελισμό της Τουρκίας, ol Δυτικοί διπλωμάτες συνέχιζαν νά εγγυούνται και νά θεωρούν ιερό τό statusquo" καί τό απαραβίαστο τού οθωμανικού εδάφους!» μας λέει ο Enggels.[3]
Από τις πλευρές της εξέγερσης που είναι οι λιγότερο συμπαθείς και ελάχιστα αναδεικνυόμενες στους «καταξιωμένους» ιστορικούς, ιδιαίτερα στους πανεπιστημιακούς, αν εξαιρέσουμε το έργο του Τάκη Σταματόπουλου «Ο Εσωτερικός Αγώνας», είναι οι δια-ομαδικές αυτές συγκρούσεις – ο Εμφύλιος όπως συνηθίζεται να λέγεται αλλά και να υποβαθμίζεται δεόντως ταυτόχρονα  - και πρώτιστα ο κυρίαρχος ρόλος των Π.Δ. Να το πούμε απλά, αν η ύπαρξη ενός ελληνικού κράτους δεν υπηρετούσε τα συμφέροντά τους, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, αυτό δεν θα ιδρυόταν, συν το ότι απρόβλεπτοι παράγοντες και γεγονότα ασφαλώς έπαιξαν καταλυτικό ρόλο. Παράδειγμα ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-29  και η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτέλεσμα της οποίας ήταν η υποχρέωση της Πύλης να καταβάλλει πολεμικές αποζημιώσεις στην Ρωσία.
Έχει ιδιαίτερη αξία η μελέτη των γεγονότων όχι μόνο της παραμονής της ίδρυσης του νέου ελληνικού κράτους αλλά και όλης της περιόδου της εξέγερσης, γιατί είναι πλήρως διαφωτιστική  των παραγόντων που καθόρισαν τα μετέπειτα χαρακτηριστικά του νεογέννητου κράτους. Στο σημείωμα αυτό θα  αναφερθούμε στις εσωτερικές συγκρούσεις του 1831-32  και στον θεμελιακό χαρακτήρα που είχε ο ρόλος  των Π.Δ. στους όρους συγκρότησης του νεοσύστατου κράτους όπως τα αφηγείται και αναφέρει ο Γουσταύος Φρειδερίκος Χέρτσβεργ στην ΙΣΤΟΡΙΑ του ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ (ο οποίος για το μόνο που δεν μπορεί να κατηγορηθεί είναι για ανθελληνισμό), (Γουσταύου Φρειδερίκου Χέρτσβεργ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Μετάφρασις Παύλου Καρολίδου, Εκδόσεις ΚΥΠΕΡΟΣ, Εν Αθήναις 1916, Τόμος Δ)  αλλά και άλλες κρίσεις άλλων ιστορικών και συγγραφέων με τις αναφορές τους στην επανάσταση του 1821. Σημειώνουμε εδώ ότι ο Μαρξ αναφέρεται στο μεγάλο γεγονός του 1821 με τον όρο «εξέγερση»[4] και όχι επανάσταση.
Τα γεγονότα 1831-1832
Μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια την 27η Σεπτεμβρίου 1831, Κυβερνήτης διορίστηκε ο αδερφός του Αυγουστίνος Καποδίστριας με Κυβερνητική Επιτροπεία (νέα κυβέρνηση) με συμμετοχή του Ιωάννη Κωλέττη επικεφαλής του Γαλλικού Κόμματος ή του Κόμματος της Φουστανέλας και εκπροσώπου των Ρουμελιωτών και ο καποδιστριακός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επικεφαλής του Ρωσικού Κόμματος ή του Κόμματος των Ναπαίων[5] εκπροσώπου μέρους οπλαρχηγών και προκρίτων-κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου.
Η Κυβερνητική Επιτροπεία αναμενόταν να συγκαλέσει Εθνική Συνέλευση μιας και μόνο αυτή είχε δικαιοδοσία να διορίζει Κυβέρνηση. Η δε αρμοδιότητες της τριμελούς Επιτροπείας ήταν περιορισμένες. Ήταν υποχρεωμένη να δίνει λόγο στην Γερουσία για τα οικονομικά, οι υπουργοί του κράτους ήταν υπόλογοι απέναντι της δικαιοσύνης και  η Γερουσία είχε δικαίωμα ψήφου για τις εξωτερικές υποθέσεις. Το πρώτο καθήκον της Επιτροπείας ήταν η παράδοση του φονιά Γεώργιου Μαυρομιχάλη (ο αδερφός του ήδη είχε φονευθεί από τους διώκτες του μετά τη δολοφονία) που είχε καταφύγει και βρει άσυλο στον Γάλλο αντιπρέσβη και ο οποίος τελικά δικάστηκε και εκτελέστηκε 22 Οκτωβρίου 1831. Αλλά όπως λέει και ο Χέρτσβεργ με το θάνατό του  δεν εξιλεώθηκε το αίμα του Κυβερνήτη και «απεδείχθη φρούδη η περί διαλλαγής οιασδήποτε των κομμάτων ελπίς.»
Ναι μεν ξεπεράστηκε η αντίρρηση των Δυτικών Δυνάμεων (Αγγλίας-Γαλλίας δηλαδή) στον διορισμό της κυβέρνησης στην οποία πλειοψηφούσε η ρωσόφιλη μερίδα (Αυγουστίνος- Κολοκοτρώνης) και μάλιστα με το επιχείρημα ότι μόνον 13 γερουσιαστές την είχε διορίσει και όχι η Συνέλευση, η σύγκλιση Εθνοσυνέλευσης που ήταν και η σημαντικότερη υποχρέωση της Επιτροπείας σκόνταψε στις αξιώσεις των Υδραίων οι οποίοι παραγκωνισμένοι όντες από τον Καποδίστρια μέχρι τώρα –όπως άλλωστε και οι Ρουμελιώτες – απαιτούν να συμμετέχουν στην Εθνοσυνέλευση αλλά και στην Επιτροπεία (Κυβέρνηση) και η ρήξη αυτή αποδείχθηκε βαθύτερη. Έτσι όταν τρεις απεσταλμένοι της Ύδρας και εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης ο Τρικούπης, ο Ζαΐμης και ο Μιαούλης υπό την προστασία Γαλλικών και Αγγλικών πλοίων , φτάνουν στο Ναύπλιο ζητούν συνεννόηση με την ρωσόφιλη Γερουσία και την τριανδρία, συναντούν αντίρρηση παρ’όλο που ο «μισητός» Μιαούλης (εξ αιτίας προφανώς την πυρπόληση του Στόλου από τον ίδιο στον Πόρο προκειμένου να μην τον παραδώσει στον Καποδίστρια) αντικαταστάθηκε. Οι δηλώσεις των τριών της αντιπολίτευσης εκπροσώπων της Ύδρας ότι η Γερουσία είχε μόνο ρόλο συμβουλευτικό και ότι η νέα Συνέλευση μετά από ελεύθερες και νόμιμες εκλογές έπρεπε να καταλάβει την θέση της Κυβέρνησης «σφόδρα ηρέθισαν τους εν Ναυπλίω πολιτικούς». Πολύ περισσότερο συνάντησαν την αντίδραση του Αυγουστίνου τον οποίο στήριζαν ο Κολοκοτρώνης και οι Γερουσιαστές Μεταξάς και Περούκας, όταν οι εξ Ύδρας αξίωσαν να συμπληρωθεί η τριανδρία με δύο ακόμα μέλη αντιπροσώπων της Ύδρας, δηλ. της αντιπολίτευσης, να παραχωρηθεί αμνηστεία, να ενεργεί ελεύθερη η Εθνική Συνέλευση και να συμμετέχουν σ’ αυτήν οι αντιπρόσωποι της Ύδρας.
Στην αντιπαράθεση αυτή ο Κωλέττης κατά την προσφιλή του τακτική δεν πήρε μέρος μην παίρνοντας το μέρος ούτε της ρωσικής, ούτε της αγγλικής «μερίδας» αναμένοντας να επωφεληθεί από τα σφάλματα των δύο μονομάχων και τη φθορά της σύγκρουσης την οποίαν επέλεξαν ο Αυγουστίνος και οι συν αυτώ υποστηριζόμενοι από τους Ρώσους των οποίων ο στόλος συνέχιζε να έχει αποκλεισμένη την Ύδρα και οι Υδραίοι με τους «συνταγματικούς» υποστηριζόμενοι από την Αγγλία και Γαλλία, δηλ. τις «Δυτικές Δυνάμεις». Ο Αυγουστίνος σφοδρός πολέμιος των Γάλλων, έπαυσε τον  στρατηγό Γεράρδο από αρχηγό των Ελλήνων τακτικών στρατευμάτων που είχαν συσταθεί επί Καποδίστρια και ανακλήθηκαν από την ελληνική υπηρεσία όλοι οι Γάλλοι αξιωματικοί. Το μόνο ωφέλιμο που κατόρθωσε ο Αυγουστίνος ήταν να πάρει με το μέρος του τη Σύρο αναγνωρίζοντας τη νέα κυβέρνηση και αποδίδοντας τις προσόδους του τελωνείου με αντάλλαγμα να της δοθεί αμνηστία για την μέχρι τώρα αντικυβερνητική της στάση.    
Οι δύο Συνελεύσεις
Ο σκληρός διαγκωνισμός των δύο πολιτικών μερίδων ήταν στο πώς θα  εξασφαλίσουν την πλειοψηφία όχι μόνο σ’εκείνη τη συγκυρία αλλά και γενικότερα στο μέλλον. Γι αυτό και η έριδα μεταξύ της νέας κυβέρνησης και Υδραίων αντιπροσώπων επικεντρώθηκε αφ’ ενός μεν ο τόπος που θα γινόταν η Εθνοσυνέλευση έτσι ώστε να εξασφαλίσει η κάθε παράταξη την υποστήριξη των υποστηρικτών της και αφετέρου η συμμετοχή ή όχι των αντιπροσώπων της Ύδρας. Η κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των αντιπροσώπων στην Εθνοσυνέλευση προσέφυγε σε βίαιες ενέργειες. Δια των Νομαρχών που είχαν επιλεγεί επί Καποδίστρια και βοηθούμενοι από τον Μεταξά και Ράγκο με τους ενόπλους του αρνούνταν  να αναγνωρίσουν τους εκλεγέντες πλειοψηφούντες αντιπροσώπους εφόσον δεν ήσαν αρεστοί στην Κυβέρνηση και ανακήρυσσαν τους υποψήφιους της μειοψηφίας! Έτσι σε πολλές περιπτώσεις από την ίδια επαρχία έφταναν στο Άργος –στον τόπο της Συνέλευσης – δύο αντιπρόσωποι! Οι δε αντιπρόσωποι από την Ύδρα έμεναν αποκλεισμένοι στους Μύλους, οι από την Μάνη στο Άστρος και άλλοι φυλακίζονταν στο Ναύπλιο!  Επιτροπεία από Γερουσιαστές που συστάθηκε να επιληθφεί τις εκλογές απέκλεισε συνολικά 78 συνταγματικούς αντιπροσώπους. Αναγνωρίστηκαν συνολικά 146 αντιπρόσωποι και μετά από λίγο 90 ακόμη της αντιπολίτευσης. Παρόλα αυτά, η πραγματικότητα θα διέψευδε  όσους  περίμεναν ότι θα υπήρχε συνεννόηση.  Οι Ρουμελιώτες οι οποίοι σαφώς αντιλήφθηκαν ότι παραγκωνίζονταν από τους κυβερνητικούς του Αυγουστίνου και τους Υδραίους έπραξαν δυναμικά. Πλήθος Ρουμελιωτών, ιδίως αντιπρόσωποι με επικεφαλής τους ονομαστούς οπλαρχηγούς Κώστα Μπότσαρη, Θεόδωρο Γρίβα και Κριεζώτη,  όπως λέει ο Χέρτσβεργ, ήταν πρόθυμοι να προσχωρήσουν σε όποια αντιπολίτευση τους εξασφάλιζε «μισθόν μέγα και άφθονα σιτηρέσια, οία ελάμβανον παρά της Κυβέρνησης ο Κολοκοτρώνης και η ακολουθία αυτού», έρχονται στο Άργος. Ο πανούργος Κωλέττης ο οποίος ήταν μειοψηφία στην Τριανδρία, δεν χάνει την ευκαιρία και εξασφαλίζει την υποστήριξή  και συμπάθεια τους αφού με  την υποστήριξη του Ρουάν και του Ντώκινς τους βοηθάει να τους αποδοθούν οι μισθοί και γίνεται αρωγός στις αξιώσεις τους. Κατορθώνει έτσι να αποκτήσει φρουρά 700-800 παλληκαριών και να παρέμβει στα τεκταινόμενα με άλλους όρους. Και όχι μόνο αυτό , αλλά οι Ρουμελιώτες πλέον κατονομάζονται ως συνταγματική Αντιπολίτευση και απαιτούν τη συμμετοχή στη Συνέλευση των μέχρι τώρα αποκλεισμένων Συνταγματικών, απαίτηση που φέρνει σε δυσχερή θέση Αυγουστίνο και Κολοκοτρώνη. Η Κυβέρνηση των τελευταίων αρνείται την είσοδο των Συνταγματικών στην Συνέλευση και ο Κωλέττης στις 30 Νοεμβρίου απευθύνεται στο λαό και διακηρύσσει τις αρχές τους.  Όταν δε διακηρύσσουν ότι χωρίς τη συμμετοχή τους δεν συναινούν στην έναρξη της Συνέλευσης, ο Αυγουστίνος συγκεντρώνοντας όσο στρατό μπορούσε στο Άργος κηρύσσει στις 17 Δεκεμβρίου 1831 την έναρξη της Εθνοσυνέλευσης 146 αντιπροσώπων με προεδρεύοντα τον Υδραίο Τσαμαδό υπό την ισχύ των όπλων  και η Εθνοσυνέλευση των Κυβερνητικών και Υδραίων αρχίζει στις 19 Δεκεμβρίου. Ο Κωλέττης όμως και οι Ρουμελιώτες δεν μένουν με σταυρωμένα χέρια και συγκροτούν τη δική τους Συνέλευση υπό την προεδρεία του Πανούτσου Νοταρά!
Οι αιματηρές συγκρούσεις Κυβερνητικών – Συνταγματικών στο Άργος
Ο Αυγουστίνος και ο Κολοκοτρώνης, στην δική τους Συνέλευση, κατέθεσαν την προσωρινή Κυβέρνηση στη διάθεση της Εθνοσυνέλευσής. Στο σημείο αυτό ο Χέρτσβεργ αναφέρει ότι ο Κωλέττης δεν «ακολούθησε το παράδειγμα των συναρχόντων του» χωρίς να διευκρινίζει αν η Συνέλευση των Ρουμελιωτών διεξήχθη. Όπως και να ‘χει η πρώτη, η «νόμιμη» Συνέλευση απάλλαξε τον Κολοκοτρώνη  και διόρισε τον Αυγουστίνο ως μοναδικό Κυβερνήτη της Ελλάδας (!) μέχρι που νέο Σύνταγμα θα καθόριζε τα όρια της εκτελεστικής εξουσίας. Κατά αυτής της πράξης διαμαρτυρήθηκαν έντονα οι Ρουμελιώτες –οι οποίοι μάλλον είχαν αποδεχτεί την νομιμότητα της Συνέλευσης των κυβερνητικών και Υδραίων – και άρχισαν ταραχές στους δρόμους του Άργους. Τότε οι Κυβερνητικοί μετά από στρατιωτικό συμβούλιο και την παρουσία Κολοκοτρώνη και του Ρώσου ναύαρχου τοποτηρητή Ρίκορντ, αποφάσισαν μετά από πρόταση του Κολοκοτρώνη, να επωφεληθούν της ευκαιρίας και να καταφέρουν καίριο στρατιωτικό πλήγμα κατά των «αντιφρονούντων». Μιλάμε λοιπόν για μία από τις πολλές ένοπλες εσωτερικές συγκρούσεις ή κατά την προσφιλή έκφραση ιστορικών και μη, για τον εμφύλιο του 1831-32. Ο Κολοκοτρώνης από το φρούριο του Ναυπλίου έστειλε ισχυρά στρατεύματα με τέσσερα κανόνια στο Άργος στις 22 Δεκεμβρίου υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Ράικωφ τα οποία συνεπλάκησαν με τους Ρουμελιώτες ένοπλους και «εγένετο σφοδρά εν τοις οδοίς μάχη μεταξύ των δύο μερίδων». Η μάχη διακόπηκε λόγω καταρρακτώδους βροχής αλλά συνεχίστηκε και παρ’ όλο που οι Ρουμελιώτες υπό τον Θεόδωρο Γρίβα επλήγησαν σοβαρά από το πυροβολικό του «εχθρού» διατήρησαν τις θέσεις τους και θα εξολοθρεύονταν αν την κρίσιμη στιγμή δεν έφτανε στο Ναύπλιο ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Στράντφορντ Κάννιγκ ο οποίος μέσω των αντιπρέσβεων έπεισαν τον Αυγουστίνο να σταματήσει τη σύγκρουση. Οι Ρουμελιώτες στους οποίους προσχώρησε τώρα και ο Κωλέττης, ο γηραιός Νοταράς και άλλοι 60 αντιπρόσωποι, εκκένωσαν το Άργος και υποχώρησαν στη Μεγαρίδα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σταμάτησε και ο εμφύλιος. Αυτά την 23η Δεκεμβρίου 1831.  
Επειδή τα συμφέροντα της Αγγλίας δεν ευνοούνταν από αυτές τις εσωτερικές συγκρούσεις στο νέο «προστατευόμενο» κράτος έναντι της Ρωσικής και Γαλλικής πολιτικής που προσπαθούσαν να έχουν ισχυρά ερείσματα στα εσωτερικά του νέου κράτους πράγματα, ο Στράτφορντ Κάννιγκ συνέστησε στο Λονδίνο και στον Πάλμεστρον την όσο δυνατόν γρηγορότερη πρόσκληση Ευρωπαίου βασιλιά για τον ελληνικό θρόνο και αναγκαία χρηματικά κεφάλαια.

Η κυβέρνηση των Συνταγματικών της Περαχώρας
Ο Αυγουστίνος όμως συνέχισε την ίδια τακτική. Οι αποσυρθέντες στην Περαχώρα  Κορινθίας Ρουμελιώτες οργανώθηκαν στρατιωτικά και επισυνάπτοντας σχέση με την Ύδρα, συγκρότησαν Κυβερνητική Επιτροπή αποτελούμενη από τους Κωλέττη, Ζαΐμη και Κουντουριώτη.    Γνωρίζοντας ότι και οι τρεις αυτοί ήταν σε συνεχή επαφή με τους πρέσβεις Γαλλίας και Αγγλίας αντίστοιχα, είναι αδύνατον να μην είχαν και τη σύμφωνη γνώμη τους αν όχι και την καθοδήγησή τους, παρ’όλες τις προσπάθειες του Κάννιγκ και των αντιπρέσβεων να συνδιαλλαγούν οι αντιμαχόμενες πλευρές στη βάση της αμνηστίας και της ελεύθερης γενικής Συνέλευσης, όπως σημειώνει ο Χέρτσβεργ.  Οι αντιπρόσωποι της αντιπολίτευσης αρνούμενοι να ενδώσουν στην Προσωρινή Κυβέρνηση, απαιτούσαν την παραίτηση του Αυγουστίνου. Ενώ αυτός φαινόταν πρόθυμος να συναινέσει σε σύγκλιση νέας Συνέλευσης στο Άργος που να συμμετέχουν και οι Ρουμελιώτες, μετά την αξίωση τους να παραιτηθεί, στις 22 Ιανουαρίου κήρυξε τον Κωλέττη, τον Π. Νοταρά και δύο γερουσιαστές ενόχους Εσχάτης Προδοσίας, στερώντας τους τα πολιτικά δικαιώματα, άξιους να θεωρούνται άτιμοι και ληστές αν δεν εμφανίζονταν μπροστά στο δικαστήριο της Κυβέρνησης να δικαστούν. Οι συνταγματικοί όμως που είχαν στρατοπεδεύσει στην Περαχώρα όχι μόνο δεν πτοήθηκαν αλλά πείσμωσαν ακόμα περισσότερο και έγιναν πιο εχθρικοί επιδιώκοντας με μεγαλύτερο ζήλο την πτώση των Κερκυραίων, σύσταση ελεύθερου και συνταγματικά εξασφαλισμένου κράτους, επανάσταση στη Ρούμελη, συμπλήρωση των αντιπροσώπων με νέες εκλογές και στρατιωτική επιχείρηση στην Πελοπόννησο Ο Κριεζώτης παράλληλα απέσπασε χωρίς δυσκολία την σημαντική θέση των Μεγάρων από τους κυβερνητικούς  και ήρθε βοήθεια από την Αταλάντη και τον Όλυμπο, Ο Κωλέττης συγκέντρωσε 6.000 μισθωμένους στρατιώτες από το ταμείο που είχαν συστήσει οι οπλαρχηγοί και εισφορές από ευκατάστατους Υδραίους. Ο δε Μιαούλης πήρε διαταγή να καταλάβει υπό τη διοίκησή του και στο όνομα της Κυβέρνησης της Περαχώρας τους ελληνικούς σταθμούς στο Αιγαίο Πέλαγος. Οι δε αντιπρόσωποι στην Περαχώρα ανήλθαν στους 145 όπου έφτασε και ο Μαυροκορδάτος.
Η νέα απόφαση της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου
Εν τω μεταξύ στο Λονδίνο είχαν προχωρήσει οι εργασίες της Συνδιάσκεψης. Το Νοέμβριο του 1830 είχε έρθει στα πράγματα η Κυβέρνησης των Ουίγων και ο υπουργός Εξωτερικών Πάλμεστρον δήλωνε ήδη από το 1831 ότι πρέπει να παραχωρηθεί στους Έλληνες η οροθετική γραμμή Άρτας-Βόλου. Η τότε ψύχρανση των σχέσεων του Ι.Καποδίστρια με τις Δυτικές Δυνάμεις (Αγγλία-Γαλλία), αλλά και το Βελγικό θέμα και το Πολωνικό που απασχολούσε τη Ρωσία είχαν θέσει σε δεύτερη μοίρα το Ελληνικό ζήτημα. Οι διαπραγματεύσεις επαναλήφθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1831. Την 26 Οκτωβρίου παραχωρήθηκε η γραμμή Άρτας-Βόλου και ο Στράτφορντ Κάνιγκ ανέλαβε να πείσει την Πύλη να συναινέσει στην απόφαση της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου. Η Λονδίνειος Συνδιάσκεψη είχε παράλληλα προσκαλέσει τους αντιπρέσβεις και ναυάρχους στην Ελλάδα να αναγνωρίσουν και να υποστηρίξουν την υφιστάμενη Κυβέρνηση υπό του Αυγουστίνου μην γνωρίζοντας την αληθινή κατάσταση που επικρατούσε. Για τη δε σχέση μεταξύ των «πρακτόρων» των τριών Δυνάμεων μόνο περί ομόνοιας δεν μπορούσε να γίνει λόγος. Και ενώ ο ναύαρχος Ρίκορντ αγωνιζόταν διαρκώς με τα πολεμικά του πλοία να εμποδίσει τους Συνταγματικούς, και να υποστηρίξει τον Αυγουστίνο, οι πράκτορες των Δυτικών Δυνάμεων καταλάβαιναν μεν ότι το νόμιμον ήταν με το μέρος του Αυγουστίνου αλλά για τους δικούς τους πολιτικούς και οικονομικούς λόγους υποστήριζαν τους Συνταγματικούς. Γι αυτούς τους λόγους το Πρωτόκολλο της από 7 Ιανουαρίου 1831 αν και είχε φτάσει στο Ναύπλιο από τις 27 Ιανουαρίου για πολλές εβδομάδες είχε κρατηθεί μυστικό από τους αντιπρέσβεις.
Οι θέσεις των πολιτικών μερίδων. Η πλεονεκτική θέση των Συνταγματικών
Η διαμάχη όμως  μεταξύ των πολιτικών μερίδων οξυνόταν. Στην προκήρυξη του Αυγουστίνου της 22 Ιανουαρίου απάντησε στις 30 του ίδιου μήνα η Συνέλευση της Περαχώρας με προκήρυξη και αυτή η οποία παρέπεμπε τον Αυγουστίνο σε δίκη ως σφετεριστή της αρχής και αίτιο εμφύλιου πολέμου, ενώ οι κυβερνητικοί έχαναν δύναμη. Μόνο 2.000 άντρες μπορούσε να συγκεντρώσει εναντίον του Κωλέττη, η δε Συνέλευση στο  Άργος κάθε μέρα αραίωνε και αποτύγχαναν να καταλάβουν χώρο προς τη θάλασσα έτσι ώστε να διακόψουν την συγκοινωνία των Συνταγματικών με τα βόρεια και τα ανατολικά της Ελλάδας. Σχεδόν ολόκληρη η Ρούμελη συντάχθηκε με τους Συνταγματικούς οι οποίοι διατηρούσαν άριστες σχέσεις με τις μεγάλες οικογένειες της Πελοποννήσου και τους Μανιάτες. Κι ενώ οι Συνταγματικοί ετοιμάζονταν να καταλάβουν το Ναύπλιο, οι αντιπρέσβεις εθεώρησαν κατά τις διαταγές που είχαν και σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της 7ης Ιανουαρίου να προβούν σε διαβήματα υπέρ της Κυβέρνησης η οποία όδευε χωρίς ελπίδα σωτηρίας στην πτώση της. Παρόλο που οι αντιπρέσβεις βρίσκονταν σε δυσχερή θέση εξ αιτίας του ότι οι Ρουμελιώτες και οι Υδραίοι διαμαρτύρονταν έντονα για τον θαλάσσιο αποκλεισμό από τους ναυάρχους, οι δε Συνταγματικοί καμία διάθεση δεν έδειχναν να καταθέσουν τα όπλα όπως τους καλούσαν να κάνουν οι αντιπρέσβεις, παρόλα αυτά οι τελευταίοι τους ζητούσαν να υποστηρίξουν την Κυβέρνηση του Αυγουστίνου τουλάχιστον στη βάση της διακήρυξης της 26 Φεβρουαρίου. Ο Αυγουστίνος πείσθηκε να κηρύξει αμνηστία σε όλους τους Έλληνες όσους  εντός δέκα ημερών κατέθεταν τα όπλα εκτός απ’ αυτών που υπήρχε υποψία ότι ήταν συνένοχοι στη δολοφονία του Ι.Καποδίστρια. 
Όμως οι αντιθέσεις ήταν πολύ μεγάλες για να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Οι αντιπρέσβεις έλαβαν από το Λονδίνου στις 11 Μαρτίου την είδηση ότι στις 13 Φεβρουαρίου είχε υπογραφεί Πρωτόκολλο για το ζήτημα του ελληνικού στέμματος. Μετά την παραίτηση του Λεοπόλδου και την άρνηση του δούκα Καρόλου της Βαυαρίας, υπεδείχθει ο δευτερόκοκος γιος του βασιλιά Λουδοβίκου Α’ ο αν και ανήλικος Όθωνας. Για τον  Όθωνα είχε δείξει ενδιαφέρον ο θερμός φιλέλληνας καθηγητής και αυλικός σύμβουλος της Βαυαρίας Θείρσιος και υπέρ ο Εϋνάρδος. Επίσης και ο Ι.Καποδίστριας ήταν θετικός για τον Όθωνα αφού στην περίπτωση που θα υποχρεωνόταν να αποχωρήσει από την κεφαλή της Κυβέρνησης προσδοκούσε να είναι ο κηδεμόνας του. Για τον Όθωνα όμως  και την επιλογή του μια άλλη προσωπικότητα της εποχής που δεν είναι άλλος από τον Μαρξ, 20 χρόνια αργότερα γράφει σε άρθρο του στην εφημερίδα People΄s Paper στις 12 Νοεμβρίου 1853 αναφερόμενος στην πολιτική του Άγγλου πολιτικού Πάλμεστρον και αξίζει να αναφερθεί : «Τό μεγάλο κι αίώνιο μοτίβο, τό όποιο χρησιμοποιεί ό ευγενής υποκόμης μας (ο Palmestron) για να δοξάσει τόν εαυτό του, είναι οί υπηρεσίες πού πρόσφερε στήν υπόθεση της συνταγματικής ελευθερίας σ’ ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Και πράγματι, ό κόσμος τού οφείλει τήν εφεύρεση τών «συνταγματικών» βασιλείων της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας — τριών πολιτικών φαντασμάτων, πού μπορούν νά παραβληθούν μονάχα μέ τόν homuncuΙus τού Βάγνερ στόν Φάουστ. O ευγενής λόρδος έχει έτοιμες και τις δικαιολογίες του πού παρέδωσε τήν γενέθλια χώρα του Περικλή και του Σοφοκλή στήν ονομαστική εξουσία ενός ηλίθιου Βαυαρού νεανία.
«Ό βασιλιάς ΄Οθωνας προέρχεται άπό χώρα όπου ύπάρχει έλεύθερο σύνταγμα» (Βουλή τών Κοινοτήτων, 8 Αυγούστου 1832, Palmestron ).
Ελεύθερο σύνταγμα στήν Βαυαρία, τήν γερμανική Βοιωτία. Αυτό ξεπερνά τήν licentia poetica τών ρητορικών πομφολύγων..».[6]
Παρ’ όλα αυτά, η απόφαση κατά τον Χέτσβεργ της Τριπλής Συμμαχίας για τον Όθωνα «εξήγειρε εν Ελλάδι, εξαιρουμένων τινών πικρόχολων Κυβερνητικών του Ναυπλίου, γενικήν ευφροσύνην». Αλλά η ευφροσύνη αυτή κατά τον ίδιο προανήγγελλε «θύελλαν και χεμώνα. Ακριβώς η αγγελία αύτη επήνεγκε την έκρηξιν του εμφυλίου πολέμου».  Και οι δύο μερίδες, και οι Συνταγματικοί που έδρευαν στην Περαχώρα και οι Κυβερνητικοί που έδρευαν στο Ναύπλιο ήθελαν να καταλάβουν την εξουσία έτσι ώστε όταν ερχόταν ο Όθωνας να θέσουν τους όρους τους και κατά την περίοδο της αντιβασιλείας και στο μέλλον να έχουν εξασφαλισμένη την επιρροή τους. Έτσι λοιπόν οι Συνταγματικοί και ανάμεσά τους ο Μαυροκορδάτος έκαναν σαφές ότι δεν θα κατέθεταν τα όπλα αν δεν παραιτούνταν ο Αυγουστίνος. Οι διασπαρμένοι στρατιωτικοί σταθμοί της Κερκυραϊκής Κυβέρνησης στη Ρούμελη είχαν πέσει στα χέρια τους ως και η Ναύπακτος και η Αράχωβα. Τα κυβερνητικά αποσπάσματα στην Αττική και στην κοιλάδα του Κηφισού, ο Κων. Μεταξάς στους Δελφούς και στα Σάλωνα ο ανιψιός του Γκούρα ο  Μαμούρης αναγκάστηκαν να περιοριστούν σε άμυνα. Ο Κίτσος Τζαβέλας με τους Σουλιώτες πήγε με τον Κωλέττη και οι Μανιάτες κατέλαβαν τη Μονεμβασιά. Πολλοί Μεσσήνιοι ζήτησαν την βοήθεια των Γάλλων εναντίον του Κολοκοτρώνη.  Επειδή οι αντιπρέσβεις ήθελαν να εμποδίσουν την εισβολή των Ρουμελιωτών στην Πελοπόννησο ζήτησαν τη μεσολάβηση      του Θείρσιου. Ο Θείρσιος παρ’ όλο που ήταν με το μέρος των Συνταγματικών πρότεινε να καταλειφθεί ο Ισθμός από τον Γαλλικό    στρατό και να απολυθεί ο Πετρόμπεης έτσι ώστε να ειρηνεύσουν οι Μανιάτες-εισακούσθηκε μόνο στο δεύτερο. Ο «γηραιός ηγεμών» και οι λοιποί Μαυρομιχαλαίοι απολύθηκαν υποσχόμενη να ειρηνεύσει η Μάνη. Οι αντιπρέσβεις πρότειναν σχηματισμό νέας προσωρινής κυβέρνησης από πέντε μέλη έτσι ώστε να γίνει συμβιβασμός, αλλά επενέβηκε η Κυβερνητική μερίδα της Συνέλευσης στο Ναύπλιο και διόρισε τον Αυγουστίνο αντιβασιλέα της Ελλάδος μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Αυτό όπως ήταν φυσικό όλοι το εξέλαβαν ότι ο Αυγουστίνος σκόπευε ή έλπιζε να έχει την κηδεμονία του Όθωνα. «Είς  την τολμηράν ταύτην πράξιν των Κυβερνητικών» απάντησε ο Κωλέττης αποφασίζοντας να προελάσει στο Ναύπλιο.  Οι Ρουμελιώτες πέρασαν στις 26 Απριλίου τον Ισθμό και αφού διέλυσαν εύκολα τα στρατεύματα των στρατηγών Νικήτα και Καλλέργη προέλασαν αμαχητί στο Άργος έχοντας στα όπλα τους κλαδιά ελιάς και «επευφημούμενοι ευφροσύνως υπό του λαού, και τη 8 Απριλίου μετ’ ευφροσύνης προσδοκώμενοι υπό πολλών εκ Ναυπλίου δυσαρεστημένων αφίκοντο εις Πρόνοιαν.» Αν το γεγονός αυτό όπως το παρουσιάζει ο Χέρτσβεργ είναι αληθές σημαίνει ότι παρόλη την κακή εμπειρία και το φόβο που είχαν οι Πελοποννήσιοι από τον προηγούμενο εμφύλιο για τους Ρουμελιώτες, μάλλον οι κάτοικοι υπέφεραν από τους Κυβερνητικούς. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ήρθε από το Λονδίνο η βοήθεια. Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνο η οποία είχε πλέον πληροφορηθεί τι ακριβώς συνέβαινε , διέταξε διά του Στράτφρντ Κάννιγκ τους αντιπρέσβεις και τους αρχηγούς του συμμαχικού στόλου να μεσολαβήσουν και να αποτρέψουν κάθε πολεμική πράξη μεταξύ των αντιμαχόμενων μερίδων. Επίσης τους διέταζε να αναγνωρίσουν ως μόνη κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα αυτή που ήταν νόμιμη και να της παράσχουν κάθε βοήθεια. Το Πρωτόκολλο αυτό στάλθηκε διά του Κάνιγκ στο Ναύπλιο που έφτασε ακριβώς στις 8 Απριλίου. Οι αντιπρέσβεις τότε επενέβησαν και ανάγκασαν τον Αυγουστίνο να παραιτηθεί, ο ποίος κατέθεσε στις 9 Απριλίου «εν πάση επισημότητι» την εξουσία στη Γερουσία. Τώρα η Γερουσία έπρεπε να διορίσει νέα προσωρινή Κυβέρνηση μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Όμως επειδή η Γερουσία «ήτο αποχρώσεως πολιτικής σφόδρα Καποδιστριακής», συγκρότησε Κυβέρνηση «εκ τριών θερμών οπαδών των Καποδιστριών» , του Κολοκοτρώνη, του Βασίλειου Βουδούρη και του Ανδρέα Μεταξά, προστεθέντος του Ζαΐμη, ο οποίος όμως είχε καταστεί όπως και ο Τρικούπης δυσάρεστος για τους Ρουμελιώτες γιατί είχε περάσει με το μέρος των Κυβερνητικών και είχε αποδοκιμάσει την εισβολή των Ρουμελιωτών στην Πελοπόννησο. Ο κατά τον Χέρτσβεργ «συνετός» αρχηγός των Συνταγματικών δηλ. ο Κωλέττης «ουδεμίαν όρεξιν» είχε να συμμετάσχει σε Κυβέρνηση με τέσσερις αντιπάλους του, αφού «οι Ρουμελιώτες δεν ήθελον ν’ ακούσωσιν το όνομα του Κολοκοτρώνη», ήθελαν δε να διορισθεί ο Κώστας Μπότσαρης και οι λοιποί Κυβερνητικοί να ορκισθούν ενώπιον των αντιπροσώπων του λαού και των στρατιωτών.». Εάν δε οι αντιπρέσβεις δεν είχαν προνοήσει να καταληφθούν τα φρούρια του Ναυπλίου από τους πεζοναύτες των Ευρωπαϊκών στόλων, ήταν φανερό ότι η στρατιωτική δύναμη του Κωλέττη που περίμενε όπως είδαμε στην Πρόνοια έξω από το Ναύπλιο θα εμπλέκονταν σε μάχη με την αντίπαλη μερίδα (10 Απριλίου). Τότε μεσίτευσε ο αυλικός σύμβουλος Θείρσιος ο οποίος προέτρεψε τους Ρουμελιώτες αρχηγούς να «καταστείλωσι την πολεμικήν αυτών ζέσιν» και ενήργησε ώστε ο Κωλέττης υπό την προστασία της Γαλλικής Πρεσβείας και ακολουθούμενος από 25 λοχαγούς να μεταβεί στο Ναύπλιο για διαπραγματεύσεις. Ο λαός τον χαιρέτισε «με αγαλλίαση» και ο Αυγουστίνος κατάλαβε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει το  Ναύπλιο και μαζί με τη σωρό του αδερφού του έφυγε για Κέρκυρα με την φρεγάτα του Ρίκορντ. Παρ’ όλο τις δυσχέρειες και εμπόδια που η Καποδιστριακή μερίδα (πράγμα που έκανε και στα χρόνια του Όθωνα αλλά ιδιαίτερα την παρούσα στιγμή) προσπαθούσε να φέρει στον μισητό τους αρχηγό των Συνταγματικών Κωλέττη, με τη μεσολάβηση του Θείρσιου ο Κωλέττης και ο Μεταξάς ως κύριοι διαπραγματευτές (ο Κολοκοτρώνης είχε αποχωρήσει από τις 10 Απριλίου) συμφώνησαν αντί πενταμελούς επιτροπείας να διορισθεί από την Γερουσία  επταμελής και έτσι αυτή διόρισε 14 Απριλίου τους  Γ. Κουντουριώτη, Δ. Υψηλάντη, Ζαΐμη, Α. Μεταξά, Κωλέττη, Πλαπούτα και Τρικούπη. Συμφωνήθηκε επίσης τα διατάγματα  της Κυβέρνησης θα είχαν ισχύ με την πλειοψηφία των πέντε ψήφων. Αλλά και πάλι προέκυψε έριδα για το  έβδομο πρόσωπο αφού οι Καποδιστριακοί ήταν «ριγμένοι» αλλά και  για τις αρμοδιότητες της Γερουσίας (που παρέμενε Καποδιστριακή) και της νέας Κυβέρνησης. Έτσι η Γερουσία αντικατέστησε στις 25 Απριλίου τον εθελούσια αποχωρήσαντα Τρικούπη  με τον Κώστα Μπότσαρη και συγχρόνως καθόρισε σύγκλιση Εθνικής Συνέλευσης την 1η Μαϊου στο Άργος την οποία η νέα Κυβέρνηση ανήγγειλε στο λαό στις 30 Απριλίου με προκήρυξη. Την προεδρεία της Κυβέρνησης θα αναλάμβανε διαδοχικά ανά μήνα κάθε μέλος της ! Ο Τρικούπης, ο Ζωγράφος, ο Μαυροκορδάτος έγιναν                 αντίστοιχα υπουργοί Εξωτερικών, Στρατιωτικών και Οικονομικών, Ο Κλωνάρης Δικαιοσύνης, ο Χρηστίδης Εσωτερικών, ο Ρίζος Νερουλός Εκκλησιαστικών και Παιδείας και ο Βούλγαρης Ναυτικών.
Παρ’ όλες όμως τις ισορροπίες που επιτεύχθηκαν, η ελπίδα ότι η αναρχία θα αποσοβηθεί αποδείχτηκε γρήγορα απατηλή. Η έλλειψη χρημάτων, η απείθεια των στρατιωτών αλλά κυρίως οι ραδιουργίες της πλειονότητας της Γερουσίας και της  τάξης των οπλαρχηγών της ισχυρής ακόμα Κυβερνητικής ή Ρωσικής μερίδας που είχε σύμβουλο τον Ρώσο πλοίαρχο Ρίκορντ, έφερνε ισχυρά κωλύματα στο έργο της Κυβέρνησης και την οδηγούσε στην παραλυσία. Χρήματα δεν υπήρχαν για να πληρωθούν τα ρουμελιώτικα στρατεύματα που παρέμεναν στην Περαχώρα και στην Πρόνοια και να τα αποτρέψουν έτσι από ταραχές. 8.000 περίπου άντρες περιφέρονταν πεινασμένοι  στην περιοχή του Ναυπλίου και απαιτούσαν τους καθυστερημένους τους μισθούς. Τα πρώην στρατεύματα των Κυβερνητικών αρνούνταν να βαδίσουν στην έρημη Πιάδα. Οι Ρουμελιώτες - τους οποίους ο Κωλέττης προφανώς  κρατούσε στην Πελοπόννησο  για την δική του ισχύ -εγκαταστάθηκαν σε στρατόπεδα μεταξύ Πόρου και Άστρους με σκοπό να τους διασπείρει στην Πελοπόννησο με δικαιολογία τη διατροφή τους, σχέδιο όμως στο οποίο αντέδρασαν έντονα Ζαΐμης, μεταξάς και Πλαπούτας  για ευνόητους λόγους. Αλλά μετά από λίγο οι Ρουμελιώτες στρατιώτες με πρώτο τον Θεόδωρο Γρίβα ο οποίος είχε στους άντρες του και πολλούς Μουσουλμάνους άρχισαν να προσπορίζονται τα αναγκαία με καταπιεστικές και βίαιες πράξεις. Διαχύθηκαν σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο διαπράττοντας παντού βιαιότητες και λεηλασίες. Το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορεί να εισπράξει η Κυβέρνηση την δεκάτη, πολλά χρήματα κατασπατάλησε για τους ανθρώπους του κόμματος, η δε εύλογος αντίσταση των Πελοποννησίων   ενάντια στους Ρουμελιώτες μεταβλήθηκε σε εχθρότητα ενάντια στην Κυβέρνηση. Αυτό ήταν «λίαν ωφέλιμον» για τον Κολοκοτρώνη τον αρχηγό των Κυβερνητικών ο οποίος διηύθυνε από την Καρύταινα και το Βαλτέτσι την αντίσταση κατά του Γρίβα.  Οι ραδιουργίες άλλωστε των Κυβερνητικών έφεραν με το μέρος του Κολοκοτρώνη πολλούς απλήρωτους από την Κυβέρνηση ένοπλους. Στην Πελοπόννησο λοιπόν ο Κολοκοτρώνης, ο Ράγκος και ο Νικήτας, στα Σάλωνα ο Μαμούρης, στα νησιά οι πρόκριτοι της Τήνου και Αίγινας με τον Κανάρη και ιδιαίτερα οι  πρόκριτοι των Σπετσών, όλο και πιο πολύ απειθούσαν προς    την νέα Κυβέρνηση και αρνούνταν να αναγνωρίσουν την νομιμότητά της. Οι παραπάνω υποστηρίζονταν από τον Ρώσο Ναύαρχο Ρίκορντ τον οποίο υποστήριζε και ο Άγγλος πράκτορας ο οποίος θέλοντας να αποδυναμώσει την ισχύ της Γαλλίας στα ελληνικά πράγματα ήταν αρνητικά διακείμενος απέναντι στον Κωλέττη ο οποίος υποστηριζόταν με τη σειρά του από την Γαλλία.   Ο Κωλέττης αναγκάσθηκε απέναντι στην παραπάνω συμμαχία, να ζητήσει τα Γαλλικά στρατεύματα[7] των 2.000 περίπου στρατιωτών να καταλάβουν το Ναύπλιο και την Πάτρα. Συναινεσάντων των αντιπρέσβεων στην αίτησή του οι Γάλλοι κατέλαβαν το Παλαμήδι και το Ιτσκαλέ (Ακροναυπλία) με 1.200 άντρες.     Ο Τζαβέλας όμως εξ αιτίας της αντιπαλότητάς του με τους Μποτσαραίους  και τη συγγένειά του με τον Κολοκοτρώνη (Η Φωτεινή Κολοκοτρώνη – Τζαβέλα ήταν κόρη του οπλαρχηγού Φώτου Τζαβέλα, αδελφή του  Κίτσου Τζαβέλα και σύζυγος του  Ιωάννη - Γενναίου Κολοκοτρώνη, wikipedia), πρόλαβε τους Γάλλους και κατέλαβε το φρούριο της Πάτρας και τα κάστρα του Ρίου και Αντιρρίου και υψώνοντας τη σημαία με το φοίνικα  (που ήταν η σημαία της Φιλικής Εταιρείας ) αποκατάστησε στις θέσεις αυτές τους Καποδιστριακούς. Διακήρυξε δεν αναγνώριζε  την Κυβέρνηση και ότι θα παρέδιδε τα κάστρα στον μέλλοντα κυρίαρχο της Ελλάδας δηλ. τον Όθωνα, σε κάθε δε βία εναντίον του θα απαντούσε με τη βία. Η δε Κυβέρνηση με πολύ κόπο διατήρησε την Μάνη, τη Λακωνία, την Αργολίδα και την Κόρινθο, η υπόλοιπη Πελοπόννησος ήταν εχθρική προς αυτήν. Πιεζόταν άλλωστε από τις ταραχές και τις έριδες του Κολοκοτρώνη και των υποστηρικτών του από την μια πλευρά και των Μανιατών και Ρουμελιωτών του Γρίβα που είχαν σταλεί από τον Κωλέττη στο Λεοντάρι. Ο Κολοκοτρώνης ο οποίος από τις 22 Ιουνίου είχε καλέσει τους Πελοποννησίους στα όπλα, κήρυξε την Εθνοσυνέλευση στο Άργος  έκνομη, νίκησε παντού τους αντιπάλους του και έτσι ο Γρίβας αναγκάστηκε στα τέλη Αυγούστου να επιστρέψει στο Άργος, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Κυβέρνησης διαρκώς αποδυναμωνόταν απέναντι των συνεχών στασιαστικών ενεργειών του Κολοκοτρώνη.
Εν μέσω αυτής της  πολιτικής κατάστασης έγιναν οι εκλογές  αλλά η Εθνική Συνέλευση (5ης) της 1ης Μαΐου αναβλήθηκε και καμία «πολιτική μερίδα»  προσδοκούσε κάτι καλό. Οι εκλογές έγιναν στα γρήγορα «εν μέσω των ενταύθα κατασταθεισών καταχρήσεων» και πλειοψήφησαν οι Συνταγματικοί. Η Συνέλευση θεωρήθηκε συνέχεια της προηγούμενης του 1831 του Άργους και γι αυτό θεωρήθηκε ότι έπρεπε να συγκροτηθεί στην ίδια πόλη. Αλλά στην προπαρασκευαστική συνεδρίαση που έγινε στις 23 Ιουλίου αποφάσισε ότι έπρεπε να μετατεθεί στο Ναύπλιο για μεγαλύτερη ασφάλεια που δεν παρείχε το Άργος αφού ο Καποδιστριακός συνταγματάρχης Καλλέργης  με δυσκολία είχε αποκρουστεί στις 21 Ιουλίου κοντά στους Μύλους, υπήρχε δε ο φόβος επίθεσης από τον Κολοκοτρώνη. Σκοπός δε της Συνέλευσης ήταν να φέρει την εσωτερική  ειρήνη και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του έθνους στις Δυνάμεις που εκπροσωπήθηκαν στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου και στον Βασιλιά Λουδοβίκο Α΄ για την εκλογή του Όθωνα (!), να αναθεωρήσει τους νόμους,  να συντάξει νέο Σύνταγμα ανταποκρινόμενο στους μοναρχικούς τύπους  και να εγγυηθεί τα δικαιώματα του θρόνου και του λαού. Η νέα Συνέλευση θα διευθετούσε τη συγκρότηση προσωρινής Κυβέρνησης μέχρι την άφιξη του Όθωνα και τη διανομή της εθνικής γης η οποία θα γινόταν  σύμφωνα με τα συμφέροντα του λαού και τις υποχρεώσεις προς τους ξένους πιστωτές.
Όμως για τα ζητήματα αυτά η Συνέλευση ήρθε σε σκληρή σύγκρουση με τους αντιπρέσβεις οι οποίοι διαφωνούσαν με την ψήφιση Συντάγματος πριν την άφιξη του Όθωνα αλλά και με απόφαση για την εθνική γη την οποία ήθελαν δεσμευμένη έναντι του δανείου που είχε αποφασίσει η Συνδιάσκεψη των Δυνάμεων ότι θα συνόδευε τον Όθωνα. Οι αρχικά 180 και στη συνέχεια 224 αντιπρόσωποι της Συνέλευσης ενέδωσαν στις πιέσεις και άρχισαν οι εργασίες της Συνέλευσης στην Πρόνοια σε ένα απλό ξυλουργείο που είχε διαμορφωθεί για τις εργασίες υπό την προεδρεία του Πανούτσου Νοταρά. Αλλά αφού η Συνέλευση είχε κηρύξει αμνηστία για όλα τα  κακουργήματα εξ αιτίας πολιτικών φρονημάτων από την αρχή του αγώνα,  μόλις άρχισε η συζήτηση για τη διανομή των εθνικών γαιών προσέκρουσε στην αντίσταση των αντιπρέσβεων οι οποίοι με κοινή διακοίνωσή τους στις 10 Αυγούστου απευθύνονταν στον Τρικούπη και δήλωναν ότι η Συνέλευση συνήλθε εναντίον της «συμβουλής» των και ότι η θέληση των Δυνάμεων ήταν να διατηρηθεί η μέχρι τώρα προσωρινή Κυβέρνηση μέχρι την άφιξη του Όθωνα με ακέραια την εξουσία της. Απογόρευε δε (η θέληση των Δυνάμεων) κάθε πώληση εθνικής γης και ότι δεν επιτρέπεται καμία συζήτηση για εισαγωγή Συντάγματος ή ανκήρυξη θεμελιωδών νόμων χωρίς την σύμπραξη της βασιλικής εξουσίας (!). Μετά από αυτά η Συνέλευση ασχολήθηκε (27 Αυγούστου) με την επικύρωση της εκλογής του Όθωνα η οποία «μετ’ αλαλαγμών αγαλλιάσεως επεκροτήθει υπό του περικλείοντος το κατάστημα λαού».
Εν τω μεταξύ στο Λονδίνο, Μόναχο και Κωνσταντινούπολη είχε λυθεί οριστικά το ζήτημα του μέλλοντος της Ελλάδας. Ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α΄ στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου είχε θέσει ως πρώτο όρο στην εκλογή του γιου του Όθωνα τη συναίνεση του Ελληνικού λαού. Η Συνδιάσκεψη με τη σειρά της είχε επικαλεστεί την από 5 Αυγούστου 1830 την πράξη της Ελληνικής Κυβέρνησης δια της οποίας η εκλογή μονάρχη  είχε ανατεθεί στις τρεις Δυνάμεις (Αγγλία,Ρωσία,Γαλλία). Τέλος στο Λονδίνο προτίμησαν να στηριχτούν στη Συνθήκη της 6 Ιουλίου 1827 και στην επίκληση της Ελλάδας για Αγγλική Προστασία του 1825. Ο  Λουδοβίκος δεχόμενος το στέμμα για λογαριασμό του γιου του έθεσε περαιτέρω τους εξής όρους :  Απαίτησε να δοθεί στον Όθωνα η προσωνυμία «βασιλεύς», η οροθετική γραμμή να οριστεί από Άρτα μέχρι Βόλο και αν είναι δυνατόν να περιληφθεί και η Κρήτη, και την εγγύηση των Δυνάμεων για το δάνειο των 60 εκ. φράγκων. Υποσχέθηκε στον γιο του μελλοντικά τη χορηγία εισοδημάτων Βαυαρού πρίγκιπα, τον διορισμό αντιβασιλείας, την αποστολή Βαυαρικών αξιωματικών μισθοδοτούμενων από το βαυαρικό ταμείο για την μόρωση Ελληνικού στρατού, τη στρατολογία Γερμανικής φάλαγγας όλων των όπλων 3.500 ανδρών. Οι δε  Δυνάμεις θα καθόριζαν τον χρόνο ενηλικιότητας του νεαρού βασιλιά που είχε γεννηθεί το 1815. Τελευταία η Ελλάδα θα αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος υπό την εγγύηση των τριών Δυνάμεων. Αυτές ήταν οι προϋποθέσεις και το πλαίσιο της δημιουργίας ενός σύγχρονου για την εποχή του –και όχι μόνο- κράτους. Προϋποθέσεις και όροι που δεν ήταν  αποτέλεσμα αυτών που είχαν πάρει μέρος –με τον τρόπο του ο καθένας- στην ανεξαρτητοποίηση της χώρας  και δεν είχαν αποφασισθεί από τους ίδιους! Ο λόγος που δεν έγινε αυτό ήταν γιατί αυτοί που εξεγέρθηκαν σε πολύ μικρό βαθμό το έκαναν με στόχο να ιδρύσουν ένα δικό τους κράτος, αλλά στην όποια μελλοντική εξέλιξη, είτε ήταν η παραχώρηση προνομίων, είτε η δημιουργία αυτόνομων περιοχών να εξασφαλίσουν και να εδραιώσουν –αν όχι να ηγούνται- το ατομικό τους συμφέρον. Η ίδρυση ενός ανεξάρτητου βασιλείου και όχι αυτόνομης ηγεμονίας, αποτέλεσμα της διελκυστίνδας ανάμεσα στα συμφέροντα και των πολιτικών των Δυνάμεων, ως αναγκαίο κακό, οδήγησε στην ίδρυση ενός βασιλείου- προτεκτοράτου πλήρως ελεγχόμενου απ’ αυτές. Αυτές ήταν οι βάσεις, ερήμην αυτών που το κατοικούσαν. αλλά με την πλήρη  δική τους συναίνεση και αποδοχή, ίδρυσης του Ελληνικού κράτους, βάσεις που καθόρισαν και το μέλλον του.
Οι οριστικές διαπραγματεύσεις έγιναν στις 26 Απριλίου και οι όροι του Λουδοβίκου έγιναν δεκτοί στη βάση όμως των συνόρων του       Πρωτοκόλλου της 26ης Οκτωβρίου 1831. Στις 7 Μαΐου 1832 συνομολογήθηκε λοιπόν η παρακάτω συνθήκη από την  τετραπλή συμμαχία που μπορεί να θεωρηθεί κατά τον Χέρτσβεργ  η βάση και το θεμέλιο στην Ευρώπη από την άποψη του Ευρωπαϊκού δικαίου του Ελληνικού βασιλείου : Το Ελληνικό στέμμα καθίστατο κληρονομικό, εάν ο Όθων πέθαινε και δεν άφηνε απ’ ευθείας απογόνους, το στέμμα θα μεταβιβαζόταν στον νεώτερο αδερφό του και τους απογόνους του, τα δε στέμματα της Βαυαρίας και της Ελλάδας σε καμιά περίπτωση δεν θα ενώνονταν (οι Δυνάμεις ήξεραν να φυλάγονται) και ως χρόνος ενηλικιότητας του Όθωνα καθορίστηκε η συμπλήρωση του εικοστού έτους της ηλικίας του την 1η Ιουνίου του 1835, τα δε κυριαρχικά του δικαιώματα θα ασκούνταν από τριμελή αντιβασιλεία που θα όριζε ο βασιλιάς της Βαυαρίας και θα υποστηρίζονταν από τις Προστάτιδες Δυνάμεις. Ο Όθωνας θα διατηρούσε στο ακέραιο τα δικαιώματα επί των προσόδων που χορηγούνταν στους πρίγκιπες του βασιλικού οίκου της Βαυαρίας και ο πατέρας του υποχρεούνταν να διευκολύνει όσο ήταν εφικτό την οικονομική του θέση μέχρι να εξευρεθεί στην Ελλάδα πρόσοδος για το Στέμμα. Σε συνέχεια του Πρωτοκόλλου της 20ης Φεβρουαρίου 1830 οι τρεις Δυνάμεις υποχρεούνταν να εγγυηθούν δάνειο 60 εκ. φράγκων συνομολογούμενο με τον Όθωνα, το οποίο θα δίνονταν σε τρεις δόσεις ανά 20 εκ. κάθε μια. Η πρώτη δόση θα δινόταν άμεσα και οι υπόλοιπες δύο σύμφωνα με τις ανάγκες του νέου κράτους και μετά από συνεννόηση των τριών αυλών και του ελληνικού στέμματος. Η Ελλάδα υποχρεούνταν τα πρώτα έσοδα (ως πρόσοδοι ονομάζονται αφού θεωρούνταν απόδοση του δανείου άρα εξαρτώμενα από αυτό) του δημόσιου Ελληνικού ταμείου να τα «διαρρυθμίσει» προς αποπληρωμή του χρέους έτσι ώστε «αι πραγματικαί πρόσοδοι να διατεθώσι προ παντός άλλου  προς καταβολή των τόκων εκείνων και των χρεωλυσίων και εις μηδένα άλλον σκοπόν να χρησιμοποιηθώσιν, εφ΄όσον οι καταβολαί των παργματοποιούμενων μερίδων του δανείου μη ώσι τελείως εξασφαλισμέναι δια το τρέχον έτος. Οι αντιπρέσβεις δε των τριών δυνάμεων ελάμβανον εντολήν να επιτηρώσιν όλως ιδιαζόντως τα περί της εκπληρώσεως του τελευταίου όρου. Εάν κατά τον οριστικόν καθορισμόν των ορίων του Ελληνικού κράτους ήθελε γείνει ανάγκη χρηματικής αποζημιώσεως προς την Πύλη δοθησομένης, έμελλεν αύτη να καταβληθεί εκ του δανείου» . (!)  Ο τελευταίος αυτός όρος της Συνθήκης όχι μόνον εξηγεί την πλήρη άρνηση των αντιπρέσβεων να παρθεί απόφαση στην τελευταία Εθνοσυνέλευση για διανομή των εθνικών χτημάτων, αλλά καθορίζει και δεσμεύει  με σαφή τρόπο την πλήρη εξάρτηση του νέου κράτους από τα μελλοντικά συμφέροντα και αποφάσεις σύμφωνα με αυτά των «Προστάτιδων» Δυνάμεων και καθιστά με αδιαμφισβήτητο τρόπο την υποτέλεια του νέου κράτους όχι πλέον στην Πύλη αλλά στις Μεγάλες Δυνάμεις. Πρέπει να τονιστεί η παντελής απουσία στη Συνθήκη αυτή εκπροσώπων των εξεγερμένων Ελλήνων, έστω δια των παρατάξεων όπως είχαν διαμορφωθεί ως «πολιτικές» μερίδες. Το γεγονός αυτό εξηγείται από το ότι τα τρία «κόμματα», αγγλικό, ρωσικό και γαλλικό εξαρτούσαν την μελλοντική τους συμμετοχή στην εξουσία από την ευπείθειά τους στις τρεις αντίστοιχες «Προστάτιδες» Δυνάμεις και  είχαν παραχωρήσει εν λευκώ κάθε δικαίωμα ανεξαρτησίας έναντι της εξασφάλισης των ατομικών και ιδιαίτερων συμφερόντων τους.  Αυτή ήταν και η ουσιαστική διαφοροποίηση της νέας τάξης πραγμάτων και όχι η δήθεν ανεξαρτησία με την οποία έντυσαν και οι Έλληνες ιστορικοί την ίδρυση του νέου βασιλείου. Στον Ελληνικό λαό, λοιπόν, «επετρέπετο να εκδηλώση την συναίνεσιν αυτού εις την εκλογήν του βασιλέως· έμελλε δε η συναίνεσις αύτη να εκφραστεί υπό Ελλήνων αντιπροσώπων εις Μόναχον πεμπομένων.»
Παρ’όλο που οι τρεις Δυνάμεις ανέλαβαν διά νόμων των κρατών τους την εγγύηση του δανείου (Ρωσία Απρίλιο, Γαλλία Ιούνιο, Αγγλία Αύγουστο 1833)  εξ αιτίας των καθυστερήσεων  του τόκου των προηγούμενων δανείων του 1824 και 1825  το νέο δάνειο δεν μπορούσε να εισαχτεί στο Αγγλικό Χρηματιστήριο.  Την έκδοση του 5% του  νέου δανείου ανέλαβε στο Λονδίνο και στο Παρίσι στις 12 Ιανουαρίου 1833 ο οίκος Ρότσιλντ επί πραγματικής αξίας 94%, η τιμή του Ρωσικού δανείου ανήλθε αμέσως στο 107%, του Γαλλικού στο 111% του δε Αγγλικού στο 116%.
Ο βασιλιάς Λουδοβίκος επικύρωσε τη Συνθήκη στις 27 Μαϊου 1833. Ο Στράτφορντ Κάννιγκ ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με το Διβάνι   οι οποίες αρχικά δεν είχαν αποτέλεσμα εξ αιτίας της επιμονής των Τούρκων να μην ενδώσουν στη Συνθήκη που είχε συνομολογηθεί από τις τρεις Δυνάμεις. Ο μεταφραστής της Ιστορίας του Χέρτσβεγ, Καρολίδης στη σημείωση αναφέρει ότι  η Πύλη είχε αρνηθεί σφοδρά να συναινέσει στις διατάξεις του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Μόνον μετά την υπόσχεση του Τσάρου Νικόλαου να ελαττώσει την πολεμική αποζημίωση που υποχρεούνταν να καταβάλλει η Τουρκία στη Ρωσία από την ήττα της τ0 1828-29 κατά ένα εκατομμύριο δουκάτων,  ενέδωσε η Πύλη στις αποφάσεις Συνδιάσκεψης. Μόλις ο Σουλτάνος έμαθε την προσφορά του Τσάρου αμέσως την 23η Απριλίου 1830, πέρα από κάθε προσδοκία των πρέσβεων στην Κωνσταντινούπολη, ανήγγειλε σ’ αυτούς «συντόμως, ξηρώς και ψυχρώς» ότι συναινούσε στις αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 1830.  Στην διακοίνωση της δε η Πύλη τονίζει ότι θέλοντας να  αποσοβήσει τις ταραχές και να    συμβάλλει στην ειρήνη και στην ησυχία των επαρχιών και ευημερία των λαών αποδέχεται τον συμβιβασμό, αποφεύγοντας όμως να αναφέρει περί Ελλάδας και Ελληνικού κράτους. Είναι χαρακτηριστική δε η λακωνική δήλωση του Ρεϊζ εφέντη Χαμίτ βέη προς τον πρεσβευτή της Πρωσίας : «Η θυσία εγένετο! Ουδεμία πλέον λέξις περί ταύτης!» Η θυσία που εννοούσε ο Ρεϊζ εφέντη ήταν η συναίνεση στην απόλυτη ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους με έκταση (το 1830) μέχρι Θερμοπυλών και Αχελώου. Νέες θυσίες θα προστίθεντο το 1832 με την επέκταση του νέου κράτους μέχρι Όθρυος  και Αμβρακικού κόλπου. Αλλά αυτές οι θυσίες ανακουφίζονταν εν μέρει από την χρηματική αποζημίωση 40 εκ. γροσίων (11 ½ εκ. φράγκων) που έλαβε η Πύλη από το Ελληνικό κράτος και που το ποσό αυτό προερχόταν από το δάνειο των 60 εκ. φράγκων που είχε δοθεί με την εγγύηση των Δυνάμεων. Στις 23 Ιουνίου καθορίστηκε και η προκαταβολή της χρηματικής αποζημίωσης της Πύλης. Για την ανεξαρτησία όπως οι Δυνάμεις την «διακανόνισαν» και αποδέχτηκαν οι αντιπρόσωποι των εξεγερμένων  δεν έφτασε ο αγώνας και το αίμα των εξεγερμένων αλλά απαιτήθηκε και χρήμα, διακανονισμός που  ήταν αποτέλεσμα της γενικότερης συγκυρίας!  Στις 11 Ιουλίου υπογράφηκε το τελικό Πρωτόκολλο με το οποίο το νέο κράτος έπαιρνε από Στερεά το διαμέρισμα της Λαμίας, την περιοχή του Σπερχειού, τα νότια Άγραφα, την βόρεια Αιτωλεία και όλη την Ακαρνανία. Η Λονδίνειος Συνθήκη ολοκληρώθηκε στις 30 Αυγούστου 1832 όπου και αποφασίστηκε ότι η Πύλη θα αποζημιωνόταν με το παραπάνω ποσό το οποίο έπρεπε να καταβληθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου και μέχρι τότε ήταν υποχρεωμένη να εκκενώσει εντελώς τις περιοχές του Ελληνικού κράτους. Στις 22 Νοεμβρίου η Πύλη αναγνώρισε επίσημα τον βασιλιά της Ελλάδας με διακοίνωσή της διά του Ρεϊζ εφέντη στους πρέσβεις.  
Κι ενώ οι σημαντικές αυτές εξελίξεις συνέβαιναν εκτός Ελλάδος και ερήμην του απλού λαού και των εξεγερμένων ένοπλων , στο εσωτερικό οι συγκρούσεις και ο διαγκωνισμός για υπεράσπιση των συμφερόντων κάθε παράταξης αλλά και των  ατομικών με έρεισμα την πρόσβαση στην εξουσία συνέχισε να οξύνεται, μην έχοντας αντιληφθεί ότι κάθε εξέλιξη στο εσωτερικό και κάθε αλλαγή θα έπρεπε να είχε την έγκριση των «Προστάτιδων» Δυνάμεων. Δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι η υποτέλεια είχα αλλάξει απλά αφέντη και μάλιστα δεν ήταν καθόλου διαλακτικός! Στις 27 Αυγούστου η Εθνοσυνέλευση στην Πρόνοια ανακήρυξε μεν την αναγνώριση του Όθωνα, παράλληλα όμως «έλαβε την παράτολμον απόφασιν»  να καταργήσει το κύριο όργανο της Κυβέρνησης και Καποδιστριακή κληρονομιά, την «αυταρχικήν και αλαζονικήν Κυβερνητικήν Γερουσίαν». Όμως το «εσπευσμένον τούτον διάβημα απεδείχθει ως επικίνδυνον πολιτικόν σφάλμα» γιατί  οι αντιπρέσβεις  επενέβησαν και με έντονη διακοίνωσή τους στις 10 Αυγούστου αποδοκίμαζαν κάθε μεταβολή στην υφιστάμενη Κυβέρνηση, η δε Γερουσία αποτελεί μέρος της αναπόσπαστο και υποστήριζαν έντονα την αντίσταση της Γερουσίας στην διάλυσή της. Η δικαιολόγηση (!) της Εθνοσυνέλευσης στους αντιπρέσβεις ότι θα μετά τη διάλυση της παλιάς θα συγκροτούσε νέα Αρχή δεν έπεισε του αντιπρέσβεις ο δε Στράτφορντ Κάννιγκ ο οποίος επισκέφτηκε το Ναύπλιο στις 15 Αυγούστου ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη δεν συναίνεσε κι αυτός στις πράξεις της Εθνοσυνέλευσης. Ούτε οι προτάσεις των «συνετών» πολιτικών Μαυροκορδάτου, Τρικούπη, Ζωγράφου και Κλωνάρη οι οποίοι με έγγραφό τους απευθύνθηκαν στην Κυβέρνηση με πρόταση να μην προχωρήσει το σχέδιο νέας Κυβέρνησης και κατάργηση της Γερουσίας, αλλά η Κυβέρνηση να αποτελείται από ένα πλέον μέλος και να γίνουν ορισμένες μεταβολές μόνον στους απαρτίζοντες την Γερουσία, έδωσε διέξοδο στην αντιπαράθεση. Κατέληγαν δε οι παραπάνω ότι κύριο μέλημα της Εθνοσυνέλευσης πρέπει να είναι «διαλλαγή των μερίδων». Προσπαθούσαν και αυτοί βέβαια από την πλευρά τους να κρατήσουν ειρηνοποιό στάση, ενώ τα συμφέροντά τους ήταν η μία πλευρά της αντιπαράθεσης. Η πλειοψηφία λοιπόν της Εθνοσυνέλευσης ούτε προσχώρησε στις παραπάνω προτάσεις, αλλά εξοργισμένη έδωσε στους αντιπρέσβεις την αγροίκα απάντηση  και στις 22 Αυγούστου υφάρπαξε σχεδόν με διακήρυξη του Προεδρεύοντος από τα χέρια του μελλοντικού βασιλιά την απόφαση για το Σύνταγμα και την εθνική γη. Κάθε πρόταση και των τεσσάρων υπουργών και της μειοψηφίας (στην οποία είχε προσχωρήσει και ο Μιαούλης , που είχε σταματήσει να συμμετέχει στις συνεδριάσεις) να τηρήσει μετριοπαθή στάση και να αναβάλλει τις εργασίες μέχρι την άφιξη της αντιβασιλείας, απορρίφθηκε. Αντίθετα η πλειοψηφία, στο πνεύμα του Συντάγματος ρης Τροιζήνας, αποφάσισε να ιδρύσει Νομοθετική Βουλή από την πλειοψηφία αντικαθιστώντας την Γερουσία και συγχρόνως απομακρύνοντας τον Α.Μεταξά,  να συμπληρώσει την επταμελή επιτροπεία με τον γιο του Πετρόμπεη, Α. Μαυρομιχάλη και του Μάρκου Μιλαϊτου. ( ο Δη. Υψηλάντης μέλος της Κυβέρνησης είχε πεθάνει). Πριν όμως ακόμη λήξει η συνεδρίαση «στίφος αγρίων Ρουμελιωτών παλληκαρίων» που υπηρετούσαν πριν υπό τον Κριεζώτη, εστρατοπέδευσε στην Άρια μισή ώρα από την Πρόνοια  κατεχόμενοι από οργή και πείνα. Είχαν απαιτήσει απειλώντας από την Εθνοσυνέλευση από τις 2 Αυγούστου όπως αναφέρθηκε, την μισθοδοσία τους.    Οι ένοπλοι για να πιέσουν έφραξαν το υδραγωγείο του Ναυπλίου, όμως οι αντιπρέσβεις αρνήθηκαν να προστατεύσουν με τα Γαλλικά στρατεύματα την «απεχθή αυτοίς» Εθνοσυνέλευση.  Η Εθνοσυνέλευση προσπάθησε να πάρει προθεσμία από τους ενόπλους αλλά οι ραδιουργίες των Καποδιστριακών και ο ασύνετος Ντώκινς  προσπάθησαν να τους ωθήσουν σε βίαιο τόλμημα εναντίον των αντιπροσώπων της Συνέλευσης. Στις 26 Αυγούστου οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν με άγρια λύσσα στο χώρο της Συνέλευσης ελοιδόρησαν, απείλησαν, λήστεψαν τους αντιπροσώπους και απήγαγαν τον 80ετή Πρόεδρο Νοταρά και εφτά ευκατάστατους αντιπρόσωπους στην Άρια, όπυ οι εφτά αναγκάστηκαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους αντί των 100.000 γροσίων.    
Ύστερα από αυτά δεν έμενε τίποτα άλλο στην Εθνοσυνέλευση από αναβάλλει τις εργασίες της μέχρι την άφιξη της Βαυαρικής Αντιβασιλείας εξέλιξη που ικανοποιούσε απόλυτα τους τοποτηρητές αντιπρέσβεις των Δυνάμεων. Τα γεγονότα της  ανταρσίας των ενόπλων Ρουμελιωτών είναι χαρακτηριστικό από τη μια πλευρά  το πώς οι αντιπρέσβεις χρησιμοποιούσαν τις αντιπαλότητες προκειμένου να εφαρμόσουν την πολιτική των «Προστάτιδων» Δυνάμεων που είχε προδιαγράψει τις εξελίξεις και το μέλλον του νέου κράτους και από την άλλη την αφέλεια ίσως, αν όχι την άγνοια που είχε όχι μόνο ο απλός λαός, αλλά και οι «αντιπρόσωποι» του που απάρτιζαν την θεσμική και πολιτειακή του εκπροσώπηση. Τα γεγονότα λοιπόν επιβεβαιωμένα από τις ενέργειες δείχνουν, αν όχι αποδεικνύουν, ότι τα πατριωτικά αισθήματα είχαν διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά και κίνητρα για κάθε ομάδα που συμμετείχε στα τεκταινόμενα και δεν ήταν καθόλου κοινά.
Με τη λήξη της Συνέλευσης ήρθε και η προκήρυξη της Συνδιάσκεψης των Δυνάμεων η οποία ήταν υπογραμμένη από τον Πρέσβη της Γαλλίας Ταλεϋράνδο (ο έμπιστος της Ιεράς Συμμαχίας στη Γαλλία μετά την πτώση  του Ναπολέοντα Βοναπάρτη), τον Πάλμεστρον  υπουργού τότε εξωτερικών της Αγγλίας και των Ρώσων αντιπροσώπων Λίβεν και Μαστούσεβιτς, την οποία ως υπόδειγμα δεσποτισμού και αυστηρής προειδοποίησης προς τους «υπηκόους» όχι πλέον στον Σουλτάνο αλλά στην ίδια την Ιερά Συμμαχία παραθέτουμε :
«"Ελληνες ! Τά άφορώντα εις τόν vέov υμών βίον έρρυθμίσθησαν ολοσ-
χερώς.
Aί αύλαί τής Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετεανίας και της Ρωσίας
εξέλεξαν εσχάτως τόν βασιλέα υμών κατά τήν γενομένην προς αύτάς υπό τού Ελληνικού έθνους αίτησιν, συνδραμούσαι διά τής ενεργού άμα δε και αφιλοκερδώς συνεργασίας αυτών είς τήν έλευθερίαν της Ελλάδος·
Ύπό το σκήπτρον του πρίγκιπος ΄Οθωνος της Βαυαρίας ή Ελλάς ύψού-
ται εις βασίλειον και κτάται τήν συγγένειαν ενός τών παλαιότατων και
ενδοξότατων βασιλικών οίκων της Εύρώπης, οίου συνδραμόντος  αύτή
έν τοις άγώσιν αυτής, βοηθήσαντος έν τοίς παθήμασι και έμπνεύσαντος
θάρρος έν τή άπογνώσει. Ο βασιλεύς της Ελλάδος δέν θά βραδύνη νά
κάτελθη είς τήν χώραν αύτου και νά συνδεθή προς τ
o έθνος διά
ίεροτάτων δεσμών, φέρων προς αυτό τήν δικαίαν ελπίδα ασφαλέστερων
και ευρύτερων ορίων, χρηματικούς πόρους άφθόνους, και πάντα
χρήσιμα προς τήν κατά μικρόν έν τώ πολιτισμώ πρόοδον της Έλλάδος·
πάντα τά στοιχεία πεφωτισμένης διοικήσεως και οργανώσεως στρστιω-
τικής, εντεύθεν δε  πάντα τά   έχέγγυα της ειρήνης   και της ευδαιμονίας
τής νέας Αυτού  πατρίδος. Αι τρεις αύλαί είσιν άδιστάκτως πεπεισμεναι
περί τών αισθημάτων, άπερ όμοθύμως θελει εκδηλώσει ή Ελλάς.
΄Ελληνες ! αποδείξατε νυν οίων έμφορείσθε αισθημάτων· περιστοιχί-
σατε τον νέον υμών βασιλέα μετ' ευγνωμοσύνης καί αγάπης. Ώς πιστοί
υπήκοοι περιστοιχίσατε τον θρόνον Αύτου· συνδράμετε Αύτώ διά της
άφοσιώσεως υμών ίνα παράσχη σύνταγμα όριστικόν εις τό κράτος καί εξαοφαλίση έξωτερικώς μεν τήν είρήνην, εσωτερικώς δέ τήν ήσυχίαν,
το κράτος τού νόμου καί τήν τάξιν. Αύτη ή μόνη αμοιβή, ήν παρ’ ύμών
ζητούσιν αί τρεις αύλαί, δι’ άς παρέσχον υμίν υπηρεσίας».
            Η Κυβέρνηση λοιπόν εγκαταλείποντας τους λεονταρισμούς και συνειδητοποιώντας προφανώς την νέα τάξη πραγμάτων έστειλε κατόπιν υπόδειξης των αντιπρέσβεων στις 5 Σεπτεμβρίου στο Μόναχο τον γηραιό Μιαούλη, τον Κώστα Μπότσαρη και τον Δημήτριο Πλαπούτα ως εκπροσώπους όλων των πλευρών για να δηλώσουν στον Όθωνα «την υποταγήν και σεβασμόν της χώρας». (!)
Τα φαινόμενα διάλυσης όμως στη Ελλάδα αυξάνονταν διαρκώς από τις πεισματώδεις συγκρούσεις των παρατάξεων να προλάβουν πριν την άφιξη του Όθωνα να παγιώσουν όσα περισσότερα ερείσματα μπορούσαν. Παρατάξεις που ακόμα δεν είχαν παγιωθεί μιας και οι «συμμαχίες» και τα πρόσωπα εύκολα άλλαζαν στρατόπεδο . Για την ώρα από την μια πλευρά ήταν Κωλέττης –Κουντουριώτης  με το Αγγλικό και Γαλλικό κόμμα και από την άλλη Ζαΐμης-Μεταξάς με το Ρωσικό. Επειδή δε για κάθε Κυβερνητική πράξη ήταν αναγκαία η σύμπραξη πέντε αντρών, ο Κωλέττης και ο Κουντουριώτης  αμφισβητούσαν την νομιμοποίηση της Γερουσίας να συμπληρώσει την Κυβερνητική Επιτροπή, έτσι τα πράγματα παρέμεναν στάσιμα, ο δε Κουντουριώτης επέστρεψε στην Ύδρα. Οι ένοπλοι αντίπαλοι τους δεν έμειναν άπρακτοι όμως και ο Κολοκοτρώνης «μετά των στιφών του» προέλασε στην Αργολίδα τον Σεπτέμβριο και με τη βοήθεια του Τζαβέλλα έδιωξε τον Θ.Γρίβα από το Άργος και τον Καλλέργη περιόρισε στην Τίρυνθα και συνήψε σχέσεις με τους ναυάρχους Ρίκορντ και Χόθαμ. Στη φρεγάτα  του Ρίκορντ διαπραγματεύτηκε με τους αρχηγούς των Ρουμελιωτών με τους οποίους συμφώνησε για κοινή πολιτική στάση απέναντι στην Κυβέρνηση και του μέλλοντος βασιλιά. Ο δε Γρίβας εξ αιτίας της μεταστροφής των συμπατριωτών του Ρουμελιωτών δεν μπορούσε πλέον να παραμείνει στην Αργολίδα και «εν μέσω των φλογών» της Κορίνθου πέρασε ξιφήρης διά μέσω των «ελαυνόντων στιφών» του Καποδιστριακού στρατηγού Μαμούρη. Ο Γρίβας τελικά προσχώρησε στον Γαρδικιώτη ο οποίος είχε καταλάβει λίγο πριν και ξαφνικά το Μεσολόγγι. Ο Κολοκοτρώνης  αφού ξεμπέρδεψε και με τους Ρουμελιώτες κυριάρχησε  στην Πελοπόννησο εκτός από τη Μάνη, το Ναύπλιο και των Γαλλικών φρουρών «στηριζόμενος επί του ξίφους αυτού και επί των παλαιών θεσμών του Ιωάννου Καποδιστρίου». Οι παλαιοί θεσμοί του Ι. Καποδίστρια έχουν να κάνουν με το ιδεώδες του περί πεφωτισμένης μοναρχίας και την πρόθεσή του να «σώση την Ελλάδα διά της απολυταρχίας», αποστρεφμε-νος την διεξαγωγή εκλογών και «θεωρώντας την Ελλάδα ως όλως ανίκανον είς συνετήν τινά ελευθέρα αυτοδιοίκησιν.» [8]  Τα ιδεώδη αυτά του Καποδί-στρια τον οδήγησαν να ιδρύσει τα όργανα του Πανελληνίου και της Γερουσίας που στελεχώνονταν από πρόσωπα διόριζε ο ίδιος και που τον στήριζαν. Επί Καποδίστρια δε συντηρήθηκε το σύστημα ενοικιάσεως των φόρων και αντί να ανατεθεί στις κοινοτικές αρχές, ανατίθετο «κατά το από 1821 επικρατήσαν έθος, είς τούς τή Κυβερνήσει αξιοπίστους δοκούντας προκρίτους και οπλαρχηγούς.»[9]  Ο  « τώ Κυβερνήτη όλως αφωσιωμένος Κιολοκοτρώνης, όργανον λίαν ευπειθές προς τον κόμητα Καποδίστριαν»[10] ήταν αναμενόμενο να εφαρμόζει τις αρχές του πρώην Κυβερνήτη, δηλ. την διά των όπλων επιβολή της παράταξής του και των προσωπικών του συμφερόντων αφού από το 1821 του είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα της ενοικίασης και συλλογής των φόρων από τους κοτζαμπάσηδες Δεληγιανναίους στην επαρχία της Καρύταινας.   Στις περιοχές όπου οι οπλαρχηγοί δεν είχαν δύναμη, η μόνη συνοχή της Ελλάδας ήταν οι κοινότητες οι οποίες είχαν επανέρθει στο σύστημα της αυτοδιοίκησης.
Τελικά η Γερουσία παίρνοντας θάρρος από την αυξημένη δύναμη του Κολοκοτρώνη ο οποίος ήταν αφοσιωμένος σ’ αυτήν, επιβλήθηκε του Κωλέττη, αφού ανέθεσε στους τρεις Κυβερνήτες Κωλέττη, Ζαΐμη και Μεταξά  
την αρχηγία της επταμελούς Επιτροπείας  (3 Οκτωβρίου)  και έτσι άρχισαν να λειτουργούν οι υπηρεσίες του κράτους με τον Κωλέττη όμως σε διαρκή μειοψηφία. «Ο ακατάβλητος, συνετώς καρτερικός φλεγματικός Κωλέττης έστερξε τα γενόμενα απλώς ίνα αποσοβήση την εντεύθεν παραχρήμα προκύψασαν απότομον σύγκρουσιν της Γερουσίας, των τακτικών και των αντιπροέδρων της Ρωσίας και της Αγγλίας προς τους Γάλλους.» Παρ’ όλα αυτά η Γερουσία «μη αισθανόμενη ευχαρίστησιν» στο Ναύπλιο υπό το κράτος της Γαλλικής φρουράς ήρθε σε σύγκρουση με τους τρεις της Κυβέρνησης εξ αιτίας μεταβολών στην δικαιοσύνη και κατάργησε τα δικαστήρια ως ανωφελή, πράξη που θεωρήθηκε μάλλον ως θετική παρά αρνητική εξ αιτίας της ελλιπούς οργάνωσης της δικαιοσύνης που είχε θεσπίσει ο Ι, Καποδίστριας.
          Εν τω μεταξύ η Ρωσική παράταξη  προκριμένου να εξασφαλίσει τη δύναμή της πριν την άφιξη του Όθωνα με ραδιουργίες προσπάθησε να συγκροτήσει  την τελευταία στιγμή «Προσωρινή Κυβέρνηση» και να διορίσει Κυβερνήτη της Ελλάδας μέχρι την άφιξη του βασιλιά, τον Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ του οποίου η Συνέλευση του Ναυπλίου είχε παραχωρήσει  δικαιώματα Έλληνα πολίτη επί Αυγουστίνου.  Μπροστά σε μια τέτοια εξέλιξη που με πανουργία είχε σχεδιαστεί, η Γερουσία αποφάσισε τελικά και αποχώρησε από το Ναύπλιο με πρόφαση τη σύγκρουση μέρους γερουσιαστών με τους Γάλλους, πήγαν με πλοίο στο Άργος και ακολούθησαν και οι υπόλοιποι  φέρνοντας και τα αρχεία. Στη συνέχεια οι γερουσιαστές κήρυξαν τους εαυτούς τους Εκτελεστική εξουσία   και εξέδωσαν διάταγμα στις 21 Δεκεμβρίου, όπου διακήρυσσαν ως μη γενόμενα οτιδήποτε είχε συμβεί ερήμην της Γερουσίας και εναντίον της και κήρυσσε την Κυβέρνηση της Ρωσικής παράταξης του Ρίκορντ στο Ναύπλιο παράνομη. Όταν όμως έφτασε ο Ρίκορντ στο Ναύπλιο και οι  υποστηρικτές του  απαίτησαν ποσό 200.000 φράγκων για τις ανάγκες της νέας κυβέρνησης και να πληρωθούν οι μισθοί των στρατιωτικών, τότε αποχώρησε αμέσως ο ναύαρχος, οι δε γερουσιαστές που είχαν καταφύγει  στο Άργος από το Ναύπλιο, αναγκάστηκαν να καταφύγουν εκ νέου στις Σπέτσες, ο δε Ρίκορντ προσπάθησε με κόπο  να δικαιολογήσει τις ενέργειές του  στον ομοεθνή του αντιπρέσβη Ρούκμαν. Όταν η Γερουσία στις Σπέτσες προσπάθησε να συγκροτήσει νέα κυβέρνηση από τους στρατιωτικούς αρχηγούς εκ των οποίων και ο Κολοκοτρώνης, ο Τζαβέλλας και ο Καλλέργης – όλοι της Ρωσικής παράταξης -  και προελαύνοντας του Κολοκοτρώνη στο Άργος, ο Ζαΐμης και ο Α. Μεταξάς  στις 17 Δεκεμβρίου απομακρύνθηκαν από την Γερουσία. Οι αντιπρέσβεις και οι Γάλλοι όμως υποστήριξαν την Τριανδρία  Ζαϊμη-Μεταξά-Κωλέττη σε αντίθεση με τους γερουσιαστές που είχαν καταφύγει στις Σπέτσες οι οποίοι προέβησαν τότε «είς τήν νομικώς μωράν πράξιν» να ανακηρύξουν τον Ρίκορντ  Κυβερνήτη. Αλλά όμως είχε έρθει ο καιρός να έρθει στην Ελλάδα ο βασιλιάς Όθων ο οποίος στις 18 Ιανουαρίου 1833 επιβαίνων στην Αγγλική φρεγάτα Μαδαγασκάρη έφτασε στην Κέρκυρα, συναντήθηκε με τα στρατεύματα και στις 23 του ίδιου μήνα  απέπλευσε για Ναύπλιο. Ο επίλογος όμως της προ του Όθωνα περιόδου και προ της έναρξης της περιόδου της Αντιβασιλείας διαγράφηκε αιματηρός!
          Στα μέσα Ιανουαρίου 1833 αμέσως πριν την άφιξη του Όθωνα, «εχύθη ποταμηδόν αίμα Ελληνικόν και δή διά της χειρός των Γάλλων.» Οι οπαδοί του Κολοκοτρώνη όξυναν το μίσος που υπήρχε κατά των Ρουμελιωτών, μίσος όχι μόνο κατά μερίδας των Συνταγματικών, αλλά και εναντίον των συμμάχων των Ρουμελιωτών στη Μάνη όσο και εναντίον των Γάλλων υποστηρικτών του Κωλέττη. Οι ένοπλοι του Κολοκοτρώνη που φρουρούσαν την Μεσσηνία από τις ληστρικές επιδρομές των Μανιατών, υπέθαλπαν και υποστήριζαν με κάθε τρόπο στην Κορώνη, στα νησιά και στην Καλαμάτα την αντιπάθεια προς τους Γάλλους και τις συγκρούσεις εναντίον τους. Οι αντιπρέσβεις και η Κυβέρνηση του Ναυπλίου παρακολουθούσε «μετά μεγάλου δέους»  από τις αρχές Δεκεμβρίου 1832 ότι οι αρχηγοί της αντίπαλης αυτής παράταξης  και μετά του τελευταίου τολμήματός της συγκέντρωναν μεγάλο αριθμό ενόπλων στο Άργος, για να βαρύνουν μελλοντικά την πλάστιγγα προς το μέρος τους κατά την άφιξη του Όθωνα.   Αποφάσισαν λοιπόν οι Κυβερνητικοί να εκκενώσουν το Άργος συμφωνώντας και οι αντιπρέσβεις οι οποίοι ήθελαν να προετοιμαστεί το μέρος για την διαμονή των Βαυαρικών στρατευμάτων. Αποφασίστηκε λοιπόν μέρος των Γαλλικών στρατευμάτων να μετασταθμεύσει στο Άργος και ο ταγματάρχης Raud με πέντε λόχους πεζικού  και δύο κανόνια από το Ναύπλιο στάθμευσε στο Άργος στο στρατώνα του τακτικού ιππικού, αναμένοντας «ανησύχως» - μιας και η θέση του ήταν αδύναμη απέναντι στα «στίφη» του Τσώκρη και Κριεζώτη - και από την Μεθώνη άλλους τέσσερις λόχους και πυροβόλα υπό τον συνταγματάρχη Στόφφελ. Η δύναμη αυτή έφτασε στις 14 Ιανουαρίου 1833 στην Τριπολιτσά και ο Κολοκοτρώνης με δυσκολία συγκρατήθηκε από τον Χατζή-Χρήστο να μην της επιτεθεί.  Την επόμενη της 15ης Ιανουαρίου της άφιξης του Στόφφελ στο Άργος, στις 16 οι ένοπλοι Έλληνες δοκίμασαν να επιτεθούν σε άοπλους Γάλλους που ήταν διασπαρμένοι στην πόλη. Ο Raud συγκέντρωσε γρήγορα  τα στρατεύματα στον στρατώνα και τα οδήγησε εναντίον των ενόπλων Ελλήνων που ετοίμαζαν επίθεση εκκαθαρίσει τους δρόμους και ακροβόλισε τέσσερις λόχους στους κυριότερους δρόμους της πόλης. Μέσα σε τρεις-τέσσερις ώρες οι ένοπλοι είχαν διωχθεί από την πόλη, ο ίδιος ο Κριεζώτης είχε πιαστεί αιχμάλωτος και η σφαγή πήρε τέλος και δύο αιχμάλωτοι τουφεκίστηκαν. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν 160 και άλλοι τόσοι τραυματίστηκαν, από τους Γάλλους οι απώλειες ήταν 20 στρατιώτες.
Με τον αιματηρό αυτό τρόπο αποκαταστάθηκε η ησυχία έτσι ώστε στις 30 Ιανουαρίου που το πλοίο έφερνε τον Όθωνα στο λιμάνι του Ναυπλίου «άπειρον πλήθος λαού εκάλυπτε την ακτήν του κόλπου από Άστρος μέχρι Ναυπλίου» να προϋπαντήσει ανενόχλητο τον βασιλιά και τα πλοία των «συμμάχων ναυάρχων και τα πυροβολοστάσια του Ναυπλίου εκρότουν απαύστως χαιρετίζοντα τον ερχόμενον Βασιλέα».  
Ως δικό μας επίλογο θα λέγαμε ότι είναι φανερό ότι οι αντιπαλότητες μεταξύ των ελληνικών παρατάξεων, δεν είχαν πολιτικό έρεισμα με την έννοια ότι δεν χαρακτηρίζονταν από πολιτικά προγράμματα και διαφορές αντίστοιχες μεταξύ τους. Οι προσπάθειές τους είχαν κίνητρο την ισχυρή πρόσβασή τους στην επερχόμενη πολιτειακή εξουσία και την διατήρηση και ενίσχυση των συμφερόντων τους. Αυτά τα κίνητρα των με κανέναν τρόπο δεν  θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πατριωτικά, πολύ περισσότερο ότι αντανακλούσαν μια «εθνική συνείδηση». Σ’ αυτές τις προσπάθειες κάθε πλευρά είχε στήριγμα την αντίστοιχη Μεγάλη Δύναμη –Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία, οι οποίες με τη σειρά τους απέβλεπαν δια της χειραγώγησης , της επέμβασης και καθοδήγησης των «πολιτικών» μερίδων στα δικά τους συμφέροντα που είχαν στην ευρύτερη περιοχή που ανήκε ως τώρα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. 




[1]  H διεθνής θέση και ή εσωτερική πολιτική μορφή του ήδη ελεύθερου ελληνικού κράτους πήρε την οριστική νομική της υπόσταση μέ τή συνθήκη της 7ης Μαΐου 1832. Το κείμενο αυτό υπήρξε ή κατάληξη μιας μακράς σειράς από μεταβαλλόμενα πρωτόκολλα μέ τα όποια ή Αγγλία, ή Ρωσία
και ή Γαλλία επιδίωκαν να δώσουν τέλος στην ελληνική επανάσταση και να επαναφέρουν τήν ειρήνη και τή σταθερότητα στην Εγγύς Ανατολή. Οι δυνάμεις αυτές, ενεργώντας στό όνομα του ελληνικού έθνους, πρόσφεραν τό στέμμα στον δεκαεπτάχρονο ΄Οθωνα, δευτερότοκο γιο του Λουδοβίκου
Α', του ένθερμου φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας, πού είχε υποστηρίξει ενεργά τήν ελληνική επανάσταση.  Ό Λουδοβίκος δέχτηκε τήν προσφορά γιά λογαριασμό του ανήλικου γιου του. Άλλα ή εκλογή του ΄Οθωνα και οι όροι μέ τούς οποίους δέχτηκε τό στέμμα, για νά αποκτήσουν σταθερή
και διαρκή νομική βάση στό διεθνές επίπεδο, απαιτούσαν τήν υπογραφή επίσημης συνθήκης μεταξύ διεθνώς αναγνωρισμένων κυρίαρχων κρατών. Έτσι, ή Βαυαρία —και όχι ό Λουδοβίκος ώς αρχηγός βασιλικού οίκου, ή
o ΄Οθων ώς αποδέκτης του στέμματος— αποτέλεσε τό τέταρτο μέλος της συνθήκης, και τό μόνο άλλο πέρα από τις τρεις δυνάμεις. Τό ελληνικό κράτος, ακόμη χωρίς γενική διεθνή αναγνώριση ώς κυρίαρχη οντότητα και χωρίς κυβέρνηση μέ αδιαφιλονίκητη αναγνώριση στό εσωτερικό, δέν έλαβε μέρος ούτε στήν υπογραφή της συνθήκης ούτε στις διαπραγματεύσεις πού κατέληξαν σ'αυτήν. Ή απουσία του ελληνικού κράτους από τήν υπογραφή της συνθήκης πρέπει ιδιαίτερα νά τονιστεί, επειδή σήμαινε ότι ούτε ο ΄Οθων, ούτε κανένα νόμιμα συγκροτημένο ελληνικό αντιπροσωπευτικό σώμα, ώς εκπρόσωποι του ελληνικού κράτους, δέν διέθεταν στό εξής κάποια διεθνώς αναγνωρισμένη νομική βάση πού θά επέτρεπε τήν αλλαγή ή τήν απόρριψη άρθρων της συνθήκης. Ας σημειωθεί ακόμη ότι ή ιδια ή συνθήκη δέν περιείχε κανένα άρθρο πού νά προβλέπει τήν επικύρωση της από τόν ΄Οθωνα ή άπό άλλον νόμιμα εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο του ελληνικού κράτους. Τά άρθρα της συνθήκης μπορούν νά συνοψιστούν στίς ακόλουθες τέσσερις κατηγορίες. Πρώτον, τό έγγραφο όριζε τόν πρίγκιπα ΄Οθωνα της Βαυαρίας κληρονομικό μονάρχη μέ τόν τίτλο του βασιλιά (άρθρα 1-3). Καθιέρωνε τήν κληρονομική διαδοχή σύμφωνα μέ τά πρωτοτόκια, και καθόριζε ότι ο νεότερος αδελφός του ΄Οθωνα και οι κληρονόμοι του θά έπαιρναν τό θρόνο στήν περίπτωση πού ο ΄Οθων θά έμενε άτεκνος, ενώ διασφάλιζε τή διαδοχή για τόν μικρότερο αδελφό του ΄Οθωνα εφόσον και ό δεύτερος αδελφός δέν θά είχε απογόνους (άρθρο 8)*. Δεύτερον, ή συνθήκη εξουσιοδοτούσε τό βασιλιά Λουδοβίκο νά ορίσει τριμελή αντιβασιλεία πού θά ασκούσε τή βασιλική εξουσία τήν ενηλικίωση του ΄Οθωνα, δηλαδή ώς τή συμπλήρωση τών είκοσι χρόνων του, τήν 1η Ιουνίου 1835 (άρθρα 9-10)* Τρίτον, πρόβλεπε τό σχηματισμό στρατιωτικού σώματος από 3.500 άνδρες, πού θά αντικαθιστούσαν τά γαλλικά στρατεύματα πού βρίσκονταν στήν Ελλάδα, και επέτρεπε τή χρησιμοποίηση ορισμένων βαυαρών αξιωματικών πού θά βοηθούσαν στήν οργάνωση του ελληνικού στρατού (άρθρα 14-15)· Τέλος, παρείχε στό ελληνικό ανεξάρτητο βασίλειο τήν εγγύη-
ση των τριών δυνάμεων (άρθρο 4), και υποσχόταν τήν εγγύηση τών τριών δυνάμεων γιά τή σύναψη εξωτερικών δανείων, τών οποίων το συνολικό ανώτατο ποσό καθορίστηκε σέ 60.000.000 φράγκα (άρθρο 12).Αυτά τά κύρια άρθρα, πού τό κείμενο τά χαρακτηρίζει ώς τούς όρους σύμφωνα μέ τούς οποίους ό Λουδοβίκος δέχτηκε τό θρόνο στό όνομα του γιου του, συντάχθηκαν προφανώς μέ σκοπό νά παράσχουν στό νέο ελληνικό κράτος τήν ασφάλεια πού ήταν αναγκαία γιά τήν πρόοδο του καί στόν
΄Οθωνα τά απαραίτητα μέσα προκειμένου νά εδραιώσει τήν εξουσία του σέ μιά χώρα πού δέν διακρινόταν ούτε γιά τά ισχυρά μοναρχικά της αισθήματα ούτε γιά τήν αφοσίωση της στον ΄Οθωνα, δηλαδή χρήματα, στρατό και «τήν εγγύηση τών δυνάμεων». Άλλά τά ιδια ακριβώς άρθρα πού εξα-
σφάλιζαν αυτά τά πλεονεκτήματα συντελοΰσαν έμμεσα στήν εγκαθίδρυση στήν Ελλάδα βαυαρικού προτεκτοράτου καθώς και της επικυριαρχίας των τριών δυνάμεων. Όπως διαπίστωσε ό
Nicholas Kaltchas, εξέχουσα αυθεντία της συνταγματικής ιστορίας της Ελλάδας, χάρη στη συνθήκη της 7ης Μαΐου 1832 ή Ελλάδα έγινε «βαυαρικό προτεκτοράτο υπό τον επικυριαρχικό έλεγχο τον οποίο συνεπαγόταν ή αμφιλεγόμενη "εγγύηση των τριών δυνάμεων». Ας σταθούμε πρώτα σε κάτι εντελώς φανερό, στη διαπίστωση δηλαδή ότι ή συνθήκη -—πού έθετε περιορισμούς στο κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να καθορίζει την πολιτική μορφή του— δεν μπορούσε να μεταβληθεί ούτε στο παραμικρό, είτε από το βασιλιά είτε από μια μελλοντική αντιπροσωπευτική συνέλευση, χωρίς τη συναίνεση των τεσσάρων δυνάμεων, πού ήταν οι μόνες πού την είχαν υπογράψει. Αυτές όμως είχαν όπως φαίνεται το δικαίωμα να ακυρώνουν οποιονδήποτε ελληνικό νόμο πού, κατά τη δίκη τους ερμηνεία, δεν εναρμονιζόταν μέ τα άρθρα 175 της συνθήκης. Η διαπίστωση αυτή του Kaltchas απαιτεί μεγαλύτερη επεξεργασία για νά γίνει κατανοητή ή μεταγενέστερη Έκρηξη τών Ελλήνων κατά του φαινομένου πού ονόμασαν «βαυαροκρατία» και ή διαδικασία πού χρησιμοποιούσαν οί τρεις δυνάμεις γιά τή συνεχή άσκηση της κηδεμονίας και της επέμβασης τους.
Ποιες συνθήκες κατέστησαν δυνατή τή δημιουργία βαυαρικού προτεκτοράτου; H άσκηση της εξουσίας από τήν αντιβασιλεία επί δυόμισι χρόνια, ή εγκατάσταση στήν Ελλάδα βαυαρικού στρατού άπό 3.500 άνδρες, καθώς και βαυαρών αξιωματικών πού ήρθαν γιά νά εποπτεύσουν τή διοργάνωση του ελληνικού στρατού, Ως τό 1835, οπωσδήποτε, ή τελική πηγή εξουσίας θά ήταν ό Λουδοβίκος, ό οποίος, εφόσον του είχε δοθεί ή εξουσία νά διορίζει τούς αντιβασιλείς, είχε κατά συνέπεια και τήν εξουσία να τούς καθοδηγεί και νά τούς απολύει. Ακόμη και μετά τό τέλος της αντιβασιλείας, ή βαυαρική επιρροή θά παρέμενε σημαντική εξαιτίας της επίδρασης του Λουδοβίκου πάνω στό γιό του και της παραμονής πολλών Βαυαρών σέ ελληνικές υπηρεσίες.
Η «εγγύηση τών τριών δυνάμεων» απλώς αναφερόταν παρεμπιπτόντως, χωρίς νά καθορίζεται ακριβώς. Γιά τις δυνάμεις ή ασάφεια της φράσης παρουσίαζε τό διπλό πλεονέκτημα ότι ηχούσε περισσότερο ώς ευεργετική προστασία και όχι ώς ιδιοτελής ανάμειξη, και ότι δέν έθετε ανώτατο όριο στό δικαίωμα τους νά επεμβαίνουν. Ωστόσο τό άρθρο 12, πού προέβλεπε τήν εγγύηση του δανείου άπό τις τρεις δυνάμεις, παρείχε συνεχείς ευκαιρίες γιά τήν επέμβαση τών τριών δυνάμεων, είτε μονό-
πλευρά είτε συλλογικά, στα εσωτερικά της Ελλάδας. Οι ευκαιρίες ήταν δύο ειδών: ή μια είχε σχέση μέ τήν εξασφάλιση του υπόλοιπου μέρους του δανείου και ή άλλη μέ την εκπλήρωση τών οικονομικών υποχρεώσεων του δανείου. JOHN A.PETROPULOS, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (1833-1843)Μ.Ι.Ε.Τ.   
[2] JOHN A.PETROPULOS, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (1833-1843)Μ.Ι.Ε.Τ.   Σελ. 89

[3]              Κ. ΜΑΡΞ - ΦΡ. ΕΝΓΚΕΛΣ Η ΕΛΛΑΔΑ, Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ Σελ. 120
                Εισαγωγή - μετάφραση – υπομνηματισμός ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ», ΑΘΗΝΑ 1985
[4]              Κ. ΜΑΡΞ - ΦΡ. ΕΝΓΚΕΛΣ Η ΕΛΛΑΔΑ, Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ Σελ. 218
                Είσαγωγη - μετάφραση – υπομνηματισμός ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ», ΑΘΗΝΑ 1985
[5]              John Petropoulos Πολιτική και Συγκρότηση
[6]              Κ. ΜΑΡΞ - ΦΡ. ΕΝΓΚΕΛΣ Η ΕΛΛΑΔΑ, Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ Σελ. 218
                Είσαγωγη - μετάφραση – υπομνηματισμός ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ», ΑΘΗΝΑ 1985

[7]              Μερικούς μήνες μετά τήν έναρξη της ρωσσοτουρκικής σύγκρουσης, τήν άνοιξη τοϋ 1828, ol Γάλλοι έστειλαν στήν Πελοπόννησο ένα στράτευμα ύπο τόν Maison. Επίσημη αίτία ήταν ή εκκαθάριση της περιοχής άπό τα —μηδαμινά άλλωστε— υπολείμματα τού τουρκοαιγυπτιακού στρατού' βαθύτερος λόγος, ή επιδίωξη νά δημιουργηθεί έγκαιρα αντίβαρο σ' ενδεχόμενη ραγδαία επέκταση της ρωσσικής επιρροής.

[8]              Γουσταύου Φρειδερίκου Χέρτσβεργ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Μετάφρασις Παύλου Καρολίδου, Εκδόσεις ΚΥΠΕΡΟΣ, Εν Αθήναις 1916, Τόμος Δ, Σελ.12, 14
[9]              Γουσταύου Φρειδερίκου Χέρτσβεργ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Μετάφρασις Παύλου Καρολίδου, Εκδόσεις ΚΥΠΕΡΟΣ, Εν Αθήναις 1916, Τόμος Δ, Σελ. 19
[10]             Γουσταύου Φρειδερίκου Χέρτσβεργ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Μετάφρασις Παύλου Καρολίδου, Εκδόσεις ΚΥΠΕΡΟΣ, Εν Αθήναις 1916, Τόμος Δ, Σελ. 60

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου